Τις αρνητικές συνέπειες στον κλάδο της λαχανοκομίας από την κλιματική αλλαγή, επισημαίνει, μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής του Τμήματος Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Αναστάσιος Σ. Σιώμος.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Λαχανοκομίας του ΑΠΘ, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής κοστίζουν ήδη δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, με τις αρνητικές συνέπειες να αφορούν τόσο τις θέσεις εργασίας, όσο και την αυτάρκεια της χώρας σε προϊόντα του συγκεκριμένου κλάδου.
Ενδεικτικά ανέφερε ότι μόνο την περίοδο 2006-2007, λόγω του ήπιου χειμώνα, η οικονομική ζημιά για τους σπαραγγοπαραγωγούς της Πέλλας και της Ημαθίας έφτασε στο 60%, με αποτέλεσμα η εθνική οικονομία να επιβαρυνθεί μέσω του ΕΛΓΑ με 6,5 εκατ. ευρώ. Την ίδια περίοδο, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών στη διάρκεια του καλοκαιριού του 2007 σε Φλώρινα και Καστοριά, οι φασολοπαραγωγοί υπέστησαν οικονομική ζημιά στο 70%, με την εθνική οικονομία να επιβαρύνεται, μέσω του ΕΛΓΑ με 5 εκατ. ευρώ.
Η λαχανοκομία στη χώρα μας ακολουθεί μια σταθερά φθίνουσα πορεία την τελευταία 35ετία, επισημαίνει ο κ. Σιώμος, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «ήδη καταγράφεται μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης κατά 47%, που μεταφράζεται σε 1 εκατ. στρ. λιγότερα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την απασχόληση, με δεδομένο ότι πρόκειται για έναν κλάδο με ιδιαίτερη ένταση εργασίας, καθώς και συρρίκνωση του όγκου παραγωγής κατά 30%, που αντιστοιχεί σε 1,5 εκατ. τόνους λιγότερους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αυτάρκεια της χώρας σε λαχανικά και τις εξαγωγές τους».
Τον πρώτο λόγο στην αντιμετώπιση της κατάστασης, σύμφωνα με τον κ. Σιώμο, έχει η Πολιτεία και τα προγράμματα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή που, όπως επισημαίνει, «θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα στο πλαίσιο της όποιας εθνικής ερευνητικής δραστηριότητας», προκειμένου να γίνει «μία σοβαρή και έγκυρη αποτίμηση των πραγματικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον κλάδο».
Στο πλαίσιο αυτό πρότεινε μια σειρά από δράσεις, όπως την ενίσχυση της έρευνας με στόχο την κατανόηση των μηχανισμών συμπεριφοράς των λαχανοκομικών φυτών στις επερχόμενες κλιματικές αλλαγές, την επιλογή των καλλιεργούμενων ειδών σε κάθε περιοχή, την αλλαγή του χρονοδιαγράμματος των καλλιεργειών και των καλλιεργητικών φροντίδων, την αξιοποίηση του εγχώριου γενετικού υλικού κ.ά. Επιπλέον, για τη διαχείριση των κινδύνων από καταστροφές, προτείνονται η προσαρμογή της ασφάλισης της γεωργικής παραγωγής και η επέκτασή της σε κινδύνους που δεν καλύπτονται σήμερα.
Θα μπορούσε να είναι μέρος της λύσης για τον κλάδο οι βελτιωμένες ποικιλίες λαχανακομικών ειδών; «Η δημιουργία βελτιωμένων ποικιλιών θα μπορούσε να συνεισφέρει καθοριστικά προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της διαφαινόμενης κλιματικής αλλαγής στη λαχανοκομία της χώρας μας, ωστόσο, υπάρχουν πολλές δυσκολίες σχετικά με αυτό», απαντά ο κ. Σιώμος.
Χαρακτηριστικά ανέφερε πως παρά το γεγονός ότι για τους βελτιωτές-γενετιστές των μεγάλων εταιρειών διεθνώς, το πρώτο ζητούμενο, για κάθε ένα συγκεκριμένο λαχανοκομικό είδος είναι ποιο χαρακτηριστικό του είναι εκείνο, το οποίο θα πρέπει να βελτιωθεί, και το δεύτερο εάν το νέο υβρίδιο θα έχει εμπορικό ενδιαφέρον και για άλλες αγορές διεθνώς, στη χώρα μας δεν έχει γίνει ακόμη κάποια σοβαρή εκτίμηση προς αυτή την κατεύθυνση.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ, «προφανώς τη δημιουργία των βελτιωμένων ποικιλιών δεν μπορούν να την κάνουν οι Έλληνες παραγωγοί, οι οποίοι όμως μπορούν να κάνουν άλλα πράγματα, αρκεί να τους ενημερώσει κανείς σοβαρά και αξιόπιστα για αυτά», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
ΑΠΕ-ΜΠΕ