Μετά τη τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ, που χαρακτηρίστηκε από την κατάρρευση της οικονομίας, την πλήρη πολιτική και οικονομική κηδεμονία της χώρας από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, το ξεπούλημα της Μακεδονίας και την ανεξέλεγκτη είσοδο μεταναστών, ήλθε στην εξουσία η πολλά υποσχόμενη ΝΔ. Η μέχρι τώρα σύντομη πορεία της έχει θετικά και αρνητικά στοιχεία. Βέβαια, ως σύνολο συγκρινόμενη με τους προκατόχους της είναι σαφώς επιτυχημένη, καθόσον είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να είναι μια κυβέρνηση χειρότερη από το μόρφωμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που ταλαιπώρησε και υποβάθμισε τη χώρα σε όλα τα επίπεδα.
Αλλά ας αφήσουμε τους θλιβερούς «αμερικανόδουλους και γερμανόδουλους αριστερούς δεξιάς απόχρωσης» και ας ασχοληθούμε με τα πεπραγμένα της παρούσας κυβέρνησης. Στον οικονομικό τομέα, παρά την έλλειψη προς το παρόν επενδύσεων, το γενικό κλίμα είναι κάτι περισσότερο από θετικό. Το μέλλον θα δείξει εάν θα έχουμε ουσιαστική βελτίωση της οικονομίας ή εάν όλα ήταν θέμα μόνο κάποιας πρόσκαιρης θετικής ψυχολογίας. Οι προσδοκίες είναι μεγάλες και αναμένονται άμεσα αποτελέσματα.
Στον τομέα όμως που η κυβέρνηση πάει από το κακό στο χειρότερο είναι το μεταναστευτικό. Δυστυχώς, η κληρονομία που παρέλαβε από τους προηγούμενους είναι κάτι περισσότερο από τραγική. Αυτό όμως δεν αποτελεί δικαιολογία. Ο κ. Μητσοτάκης ακολουθεί μια ελαφρώς βελτιωμένη έκδοση της αποτυχημένης και εθνικά επικίνδυνης μεταναστευτικής πολιτικής του κ. Τσίπρα. Τα έξι μέτρα που ανήγγειλε προκαλούν θυμηδία. Δεν λύνουν κανένα πρόβλημα. Μερικά μάλιστα από τα μέτρα το επιτείνουν.
Ο κ. Μητσοτάκης ενδιαφέρεται για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των παράνομων μεταναστών που προέρχονται κατά κύριο λόγο από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Μπαγλαντές, την Υποσαχάριο Αφρική, τις χώρες του Μαγκρέμπ και από όπου άλλου μπορεί να φανταστεί κανείς, μια και έχουμε μετανάστες ακόμα και από την Κολομβία, τις χώρες της Καραϊβικής και την Ινδονησία. Όλοι μας έχουν πάρει είδηση και έρχονται στη χώρα των ανοικτών συνόρων, των χαλαρών θεσμών και νόμων, των ΜΚΟ και των «ανθρωπιστών μισελλήνων». Έρχονται σε μια χώρα που για να εξεταστεί μια αίτηση ασύλου χρειάζονται 10 χρόνια, που κανείς δεν επαναπροωθεί στην χώρα του μετανάστη, που όποιος Έλληνας τολμήσει να εκφραστεί αρνητικά για την μαζική εισβολή μεταναστών διώκεται ή απολύεται από τη δουλεία του. Έρχονται σε μια χώρα που θα είναι τα μελλοντικά αφεντικά και οι νόμιμοι κάτοικοί της οι υπηρέτες τους.
Σε όλους τους παραπάνω αγαπημένους μελλοντικούς συμπολίτες μας, ο κ. Μητσοτάκης υπόσχεται μια καλύτερη ζωή, σπίτια και ξενοδοχεία για να μείνουν, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, φως, νερό και ότι άλλο χρειαστούν. Πιθανόν δεν βλέπει πόσες χιλιάδες Έλληνες είναι άστεγοι, ότι δεν έχουν να φάνε και δεν δικαιούνται ούτε περίθαλψης. Καλύτερα να είσαι μετανάστης, παρά Έλληνας στην χώρα του κ. Μητσοτάκη.
Ένα άλλο μέτρο που έλαβε η σημερινή κυβέρνηση που προκαλεί το γέλιο είναι ότι αποφάσισε την ενίσχυση φύλαξης των συνόρων. Αλήθεια ποιος θα φυλάξει τα σύνορα. Οι ελληνικές Ένοπλές Δυνάμεις (ΕΔ) που βρίσκονται σε δραματική κατάσταση, το Λιμενικό που δεν έχει σκάφη, ή η FRONTEX, που το μόνο που κάνουν τα μέλη της είναι να λαμβάνουν υψηλούς μισθούς και να καταγράφουν τους παρανόμως εισελθόντες στη χώρα μας για να μην πάνε στη δικιά τους; Το μόνο έργο που επιτελείται από τις ΕΔ είναι αυτό της θεραπαινίδας των μεταναστών. Αντί να ασχολούνται με την εθνική άμυνα, ασχολούνται με την υποστήριξη «του αγώνα για τον μελλοντικό μετασχηματισμό της χώρας σε ισλαμική δημοκρατία» . Όλα αυτά με άνωθεν εντολές.
Όσον αφορά στο μέτρο για την πιστή εφαρμογή της συμφωνίας-κοινής δήλωσης ΕΕ και Τουρκίας για το μεταναστευτικό, εδώ οφείλουμε να τονίσουμε ότι θα πρέπει να είναι κανείς τουλάχιστον αφελής εάν νομίζει ότι μπορεί η κυβέρνηση να επιβάλει αυτή τη συμφωνία εάν δεν το επιθυμεί η Άγκυρα. Η συμφωνία αυτή για την Τουρκία είναι νεκρό γράμμα, εκτός και εάν λάβει μεγάλα ανταλλάγματα από την ΕΕ. Το τελευταίο δεν φαίνεται επί του παρόντος τουλάχιστον να είναι εφικτό, καθόσον η ΕΕ αδιαφορεί για το ζήτημα. Η Μέρκελ αποφάσισε ότι τα σύνορα της ΕΕ είναι τα βόρεια σύνορα της Ελλάδος και η χώρα μας θα μετατραπεί σε ένα μόρφωμα εθνοτήτων από την Αφρική και την Ασία. Όλοι θα μείνουν εδώ στην χώρα των αφελών ανθρωπιστών και σαν αντάλλαγμα η Ελλάδα θα πάρει χρήματα, θα βγει από την τεχνική οικονομική κρίση που της επιβλήθηκε, θα δοθούν και αυξήσεις στους μισθωτούς και συνταξιούχους, μερίσματα και άλλες παροχές. Το αντάλλαγμα είναι πολύ απλό. Η χώρα μας δεν θα είναι πλέον η Ελλάδα, αλλά κάτι εντελώς διαφορικό. Θα είναι η χώρα Φραγκεστάιν των δεκάδων εθνοτήτων και πολιτισμών, μια χώρα Πύργος της Βαβέλ. Μόνο ένα ρεύμα θα είναι ισχυρό και συνεχώς αυξανόμενο στη χώρα, το Ισλάμ.
Ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι θα υφίσταται πλαφόν σε όλες τις περιφέρειες της χώρας για την εγκατάσταση μεταναστών σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο του 1%. Μάλλον δεν γνωρίζει αριθμητική, όπως και ο φίλος του ο κ.Τσίπρας, με τον οποίο διαφέρει μόνο στο ότι φοράει γραβάτα. Θα έπρεπε να γνώριζε ότι στην απογραφή του πληθυσμού της ελληνικής επικράτειας το έτος 2011, η ΕΛΣΤΑΤ μας δίνει ότι στη χώρα διαμένουν 9.904.286 κάτοικοι με ελληνική υπηκοότητα και 912.000 αλλοδαποί, δηλαδή το ποσοστό των αλλοεθνών ήταν 9,2%, ήδη από το 2011. Θα πρέπει να υπολογίσουμε ότι το μείζον των αλλοδαπών, ιδίως των παρανόμων, δεν απογράφηκε για προφανείς λόγους. Πολλοί υπολογίζουν τον αριθμό των αλλοδαπών σε διπλάσιο του απογραφέντος το 2011. Σκεφτείτε τι συμβαίνει σήμερα, μετά 8 χρόνια και με τη συνεχή είσοδο-εισβολή μεταναστών, οπαδών του φανατικού Ισλάμ. Για πια ποσοστά μιλάμε λοιπόν και για πιο 1%. Η κατάσταση είναι δραματική και επιδεινώνεται με την ευθύνη της παρούσας κυβέρνησης, η οποία είναι παντελώς ανίκανη, όπως και η προηγούμενη, να διαχειριστεί το πρόβλημα. Ας ερωτήσουν οι «φωστήρες» της κυβέρνησης τι κάνουν οι ηγέτες της Βουλγαρίας, των Σκοπίων, της Ιταλίας και της Ισπανίας για να αντιμετωπίσουν το ζήτημα. Μπορούν να ερωτήσουν και τις βαθύπλουτες χώρες της Αραβικής χερσονήσου και του Περσικού κόλπου στις οποίες δεν μεταναστεύει κανείς δυστυχισμένος μουσουλμάνος. Το κύριο ερώτημα είναι εάν οι ελληνικές κυβερνήσεις επιθυμούν πραγματικά να επιλύσουν το πρόβλημα ή εάν τελικά δεν το επιθυμούν για άλλους λόγους, τους οποίους κανείς μπορεί να υποψιαστεί.