Περισσότερα από 60 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα διαχειριστούν οι 21 αδειοδοτημένες και εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Η αγορά διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία απασχολεί άμεσα περίπου 3.000 εργαζόμενους, με εκτιμήσεις να επισημαίνουν ότι ο αριθμός αυτός αναμένεται σύντομα να διπλασιασθεί.
Όπως επισήμανε ο πρόεδρος των Εταιριών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις Τάσος Πανούσης και διευθύνων σύμβουλος της Eurobank FPS, μιλώντας σε φόρουμ για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, «η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις θα δώσει τη δυνατότητα μέσα από βιώσιμες και μακροπρόθεσμες λύσεις σε χιλιάδες νοικοκυριά να ορθοποδήσουν και να επανενταχθούν στην “τραπεζική κανονικότητα”».
Η Ελλάδα, έχει σήμερα το υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη, περίπου 40% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 3% – 4%. Τα τελευταία όμως χρόνια υπήρξε σημαντική πρόοδος με αποτέλεσμα από το ιστορικό ρεκόρ των 107 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016, τα κόκκινα δάνεια να μειωθούν κατά 32 δισ. ευρώ και να κυμαίνονται σήμερα σε 75 δισ. ευρώ περίπου. Η χώρα μας αποτελεί σε απόλυτα νούμερα την τέταρτη μεγαλύτερη αγορά κόκκινων δανείων στην Ευρώπη.
Οι τράπεζες έχουν αναλάβει τη δέσμευση να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κατά 53 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2021. Το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα προέλθει από πωλήσεις και τιτλοποιήσεις. Υπολογίζεται σχεδόν 30 δισ. ευρώ δανειακών χαρτοφυλακίων να πωληθούν ή να τιτλοποιηθούν έως το 2021. Στο πλαίσιο αυτό και το σχέδιο «Ηρακλής» που έχει ανακοινωθεί έρχεται να δράσει ενισχυτικά προς την κατεύθυνση αυτή, εκτιμούν τραπεζικά στελέχη σε δημόσιες παρεμβάσεις τους.
Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως έχει αναφέρει ο κ. Πανούσης, «μέσα από βιώσιμες λύσεις πολλά δάνεια που βρίσκονται σήμερα σε καθυστέρηση θα μετατραπούν σε ενήμερα, προς όφελος της ίδιας της επιχείρησης, των εργαζομένων της και των προοπτικών της, αλλά και του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας. Ταυτόχρονα θα δημιουργήσει ευκαιρίες απασχόλησης σε χιλιάδες στελέχη, νέα αλλά και πιο έμπειρα προερχόμενα κυρίως από το τραπεζικό σύστημα το οποίο ήδη μετασχηματίζεται στο πλαίσιο των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων».
Εκτιμάται επίσης, ότι η διαχείριση των δανείων θα δώσει ώθηση στην οικονομία μέσα από άμεσες ξένες επενδύσεις που θα κατευθυνθούν είτε σε αγορές ελληνικών περιουσιακών στοιχείων είτε στην αγορά διαχείρισης των προβληματικών δανείων και θα δράσει ενισχυτικά στην αγορά ακινήτων, όπου αναμένεται σημαντική αύξηση επενδύσεων είτε για αγορά είτε επισκευή και αναβάθμιση των ακινήτων αυτών. Τέλος θα συμβάλλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση του λεγόμενου ηθικού κινδύνου απομακρύνοντας τον κίνδυνο «μόλυνσης» των ενήμερων δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών. Ειδικά αυτό το τελευταίο, θα αποτρέψει τη δημιουργία «νέας γενιάς» κόκκινων δανείων αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά το πρόβλημα των στρατηγικών κακοπληρωτών.
Ρόλος των εταιριών διαχείρισης – Δεν είναι στόχος οι πλειστηριασμοί
Ο ρόλος των εταιριών διαχείρισης δανείων θα είναι καταλυτικός στην υλοποίηση αυτού του γιγαντιαίου προγράμματος μείωσης των κόκκινων δανείων, σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις της αγοράς. Όπως έχει επισημάνει ο πρόεδρος των εταιριών διαχείρισης «σκοπός των εταιριών είναι να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης».
«Οι τράπεζες επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία, και το εφαρμόζουν, ότι κανέναν δεν συμφέρει πχ η διενέργεια πλειστηριασμών σε σπίτια ανθρώπων που έχουν πραγματική οικονομική αδυναμία ή αντιμετωπίζουν άλλα σοβαρά ζητήματα, (πχ προβλήματα υγείας). Ούτε οι τράπεζες, αλλά ούτε και οι εταιρίες διαχείρισης θα προβούν σε τέτοιους πλειστηριασμούς δημιουργώντας ή οξύνοντας ένα κοινωνικό πρόβλημα. Ωστόσο, μείζον θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης είναι η αντιμετώπιση των στρατηγικών κακοπληρωτών που εκμεταλλεύονται το νομικό καθεστώς και τις ελλείψεις του παλαιότερου νομικού πλαισίου, ενεργώντας τελικά εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, εις βάρος των κοινωνικά αδύναμων. Οι τράπεζες ήδη είναι ιδιαίτερα αποφασιστικές σε περιπτώσεις στρατηγικών κακοπληρωτών, κάτι που ισχύει και για τις εταιρίες διαχείρισης και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό. Ειδικά το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν τα εργαλεία που έχουμε στη διαθεσή μας για την ανάδειξη των στρατηγικών κακοπληρωτών και αναφέρομαι ειδικά στις νέες δυνατότητες του Ν.3869 για άρση τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου που θα βοηθήσει στην ανάδειξη τέτοιων υποθέσεων», ανέφερε ο κ. Πανούσης στο συνέδριο της περασμένης εβδομάδας.
Μεγαλύτερη εξειδίκευση από τις εταιρίες διαχείρισης
Τραπεζικά στελέχη αλλά και στελέχη εταιριών διαχείρισης κόκκινων δανείων έχουν αναφερθεί στο γιατί δεν μπορούν οι τράπεζες να διαχειριστούν το ίδιο αποδοτικά τα δάνεια αυτά με τις οι εταιρίες διαχείρισης.
Οι τράπεζες, όπως έχει επισημανθεί διέπονται από ένα πολύ αυστηρό εποπτικό πλαίσιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών. Επίσης οι τράπεζες είναι εξειδικευμένες να χρηματοδοτούν την οικονομία και να δέχονται καταθέσεις και όχι να κυνηγούν τα κόκκινα δάνεια. Αντίθετα οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων δανείων, έχουν συγκεκριμένη εξειδίκευση, τεχνογνωσία και εργαλεία για να μεγιστοποιήσουν το αποτέλεσμα, ενώ κουβαλούν ευρωπαϊκή και διεθνή εμπειρία σε αυτό τον τομέα.
Παράλληλα οι τράπεζες, όπως επισημαίνουν και τραπεζικά στελέχη σε δημόσιες παρεμβάσεις τους, θα έχουν πάντα να διαχειριστούν τον ηθικό κίνδυνο και τον κίνδυνο να μολυνθεί το ενήμερο χαρτοφυλάκιο, σε εκτεταμένη εφαρμογή λύσεων με αφέσεις χρέους. Οι εταιρείες διαχείρισης εκ της σύστασής τους αλλά και εκ του αντικειμένου τους, δεν έχουν δεσμεύσεις στην ελληνική επιχειρηματική αγορά, γεγονός που καθιστά τη δραστηριότητά τους λιγότερη ευάλωτη σε κάθε είδους παρεμβάσεις. Ταυτόχρονα έχουν να προσφέρουν πιο εξειδικευμένα προϊόντα και λύσεις στα μέτρα του κάθε ιδιώτη δανειολήπτη.
ΑΠΕ-ΜΠΕ