Στην δημοσιογραφική μου πορεία, στις εφημερίδες, στα ραδιόφωνα, στα περιοδικά και παλιότερα στην τηλεόραση, ευτύχησα να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους. Ανθρώπους από την πολιτική, τον αθλητισμό, τον πολιτισμό. Με κάποιους λίγους δημιουργήσαμε ισχυρότατους δεσμούς φιλίας, με κάποιους άλλους ελαστικότερους και με τους πολλούς μια απλή επαγγελματική σχέση που περιοριζόταν σε κάποια συνέντευξη ή σ’ ένα τηλεφώνημα για ανταλλαγή ευχών σε γιορτινές ημέρες.
Τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Λάρυ για τους φίλους του, τον γνώρισα στα χρόνια που βρισκόταν στην αφάνεια. Μετά τους Τερμίτες. Απογοητευμένος επειδή δεν του «καθόταν» κάτι, σκεφτόταν να τα παρατήσει όλα και να γυρίσει στον Βόλο ν’ ανοίξει ωδείο για να ζήσει! Ήταν μια συζήτηση στο σπίτι του κοινού μας φίλου, Αντώνη Βαρδή. Εκεί πρωτοάκουσα το περίφημο «Διδυμότειχο μπλουζ», με τη φωνή και την κιθάρα του. Σύγκρυο! Τι λες ρε, ποιο ωδείο και ποιον Βόλο; Δεν μπορεί, θα γυρίσει, θα σου κάτσει. Γράφεις παπάδες αγόρι μου!
Έκτοτε βρισκόμασταν πού και πού! Μεγάλος και τρανός πια! Τις πιο πολλές φορές για να παρουσιάσουμε στο ραδιόφωνο κάποιο νέο του δίσκο ή να πάμε μαζί στην βαζελινόμαντρα! Άρρωστος βάζελος γαρ…
Τα χρόνια πέρασαν, ο Λαυρέντης μεγαλούργησε και στις 9 Ιουλίου 2012 τράβηξα με φίλους και φίλες στο ασφυκτικά γεμάτο Παναθηναϊκό στάδιο. Ο Λαυρέντης σε μια συναυλία ζωής με τίτλο « Οι άγγελοι ζουν στη Μεσόγειο»!
«Τρεις γενιές Ελλήνων γέμισαν το Καλλιμάρμαρο» είχε γραφτεί τότε, για την αξέχαστη συναυλία που ο Γάλλος τροβαδούρος Μπερνάρ Λαβιγιέ είχε αναφωνήσει «Είμαστε όλοι Έλλληνες» και η συγκίνηση έκανε τα μάτια να βουρκώνουν και τους κροτάφους να κτυπούν όταν ο Λάρυ εμφανίστηκε με τον θρύλο Σαλβατόρ Ανταμό… Κι ύστερα ο θρυλικός Κριστόφ, γέροντας πια να τραγουδά για τον Λάρι την θρυλική «Aline» και το « Oh mon amour»… Κι ύστερα ο οι Ιταλοί Nomadi, ο μεγάλος εκκεντρικός Τονίνο Καροτόνε και η μόνιμη συνοδός του Πιλούκα Αρανγκούρεν. Φυσικά κι οι παλιοί και νέοι φίλοι του. Από τον Διόσκουρό του Διονύση Τσακνή, μέχρι τον Χάρη Κατσιμίχα, τον Φίλιππο Πλιάτσικα, τον Μίλτο Πασχαλίδη, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου μα και τους μέγιστους Σαββόπουλο και Φαραντούρη! Α, ήταν κι ο Μαργαρίτης για να πει την λαϊκή βερσιόν του «πεθαίνω για σένα» από την ταινία του Καραπαναγιώτη.
Τι ήταν αυτό που έκανε ξεχωριστό τον Μαχαιρίτσα; Δεν μπορώ ν’ απαντήσω κατηγορηματικά. Μάλλον τα εξαιρετικά του τραγούδια. Είτε τα ερμήνευε εκείνος είτε τα έδινε σε άλλους. Δεν είχε σπουδαία φωνή αλλά αυτή που είχε διέθετε ταυτότητα, ήταν χαρακτηριστική και πλήρης βαθιάς ψυχής! Ποιος άλλος θα μπορούσε να πει καλύτερα το Διδυμότειχο Μπλουζ (να έλειπε μόνο η φωνή του Νταλάρα…), τη Σκόνη ή τον Νότο;
Α, να μη ξεχάσω. Ο Λάρυ ήταν Αριστερός μα δεν πούλησε ποτέ την αριστεροσύνη του. Ακόμη κι όταν σχεδόν δεν είχε να φάει! Δεν εντάχθηκε σε κόμματα κι εξ αυτού είχε πάντα το δικαίωμα να τοποθετείται δημοσίως.
Όπως έγραψε η Ρέα Βιτάλη σ’ ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμά της, τον Μαχαιρίτσα δεν τον κλαις, τον τραγουδάς. «Πεθαίνω για σένα. Κι ας είσαι απάτη», «Πόσο σε θέλω, πόσο σε θέλω, πόσο σε θέλω… να να νααααα!…» τον χορεύεις χοροπηδώντας, «Διδυμότειχο μπλουζ» μελαγχολείς, «Ζηλεύω το μικρό σου το γατί» γελάς, «Στο καφέ της ξενοιασιάς, παλιά γεμάτη τσέπη…» αναδεύεις ώμους, «Μα τι ζητάω, τι ζητάω; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω…» σηκώνεις χέρια! Μπάσα φωνή, σε συνδέει με μια ηλικία περίεργη, κάτι σαν νιάτα μελαγχολικά αχόρταγα, με απόλυτη όμως γνώση ενός εφήμερου… Νιάτα στο διηνεκές μιας κρυφοθλίψης.
Ο Λάρυ έφυγε πρωί πρωί Δευτέρας. Στη σκιά του Πηλίου. Εκεί πήρε την πρώτη (πριν 63 χρόνια) ανάσα, εκεί άφησε και την τελευταία του. Η καρδιά του, τον είχε προειδοποιήσει και τελικά του έκοψε το νήμα της ζωής. Κι ο αλήτης ο γύφτουλας χάρος τον πήρε μ’ ένα φύσημα…
Ποια πόλη, ποια χώρα, ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα…
Αντίο Λάρυ!
Οι θύμισες γλυκές κι η καρδιά μαύρη…
Στο καλό!