«Οι φετινές θερινές εκπτώσεις που αρχίζουν σήμερα Δευτέρα 8 Ιουλίου και θα διαρκέσουν μέχρι τις 31 Αυγούστου, ελπίζουμε να αφήσουν θετικό πρόσημο σε αγοραστική κίνηση και τζίρο στην αγορά». Αυτό δήλωσε ο πρόεδρος του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής και πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, (ΕΒΕΠ), Βασίλης Κορκίδης, για τις φετινές θερινές εκπτώσεις, εκφράζοντας προσδοκίες τόνωσης του τζίρου από τη μετεκλογική αισιοδοξία των καταναλωτών.
Συγκεριμένα, ο κ. Κορκίδης δήλωσε: «Η πρόβλεψη αύξησης του τζίρου για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 2019 δεν επιβεβαιώνεται με τη μέχρι στιγμής πορεία του μέσου κύκλου εργασιών του πρώτου τετραμήνου του έτους, που σε σύγκριση με το 2018 παρουσιάζει μείωση. Το κλίμα στον εμπορικό κόσμο είναι ανάμικτο με ελπίδες για αύξηση του τζίρου αλλά και έντονο προβληματισμό. Οι φετινές θερινές εκπτώσεις μπορεί να πραγματοποιούνται σε ένα αισιόδοξο μετεκλογικό περιβάλλον, αλλά και σε συνθήκες αυξημένων φορολογικών υποχρεώσεων όλων των καταναλωτών, αφού τέλος του μήνα ξεκινά ο …Γολγοθάς καταβολής φόρων 7,5 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα οι αγορές να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Οι έμποροι σε μεγάλο βαθμό εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην τουριστική κίνηση που χρονικά «πήγε πίσω» και την «εισαγόμενη κατανάλωση» που αυτήν την περίοδο εντείνεται ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, αυτή η βοήθεια υφίσταται, αλλά όχι για όλες τις περιοχές της Αθήνας. Οι καλοκαιρινές εκπτώσεις προ κρίσης έκαναν έναν τζίρο άνω των 8 δισ. ευρώ, ενώ πλέον κυμαίνονται σε επίπεδα λιανικών πωλήσεων της τάξης των 6 δισ. ευρώ και μόνο εφόσον επιτευχθεί η σταδιακή επιστροφή στα επίπεδα των 7 δισ. ευρώ, τότε οι αριθμοί θα δώσουν σημαντική ανάσα στα ταμεία των εμπορικών καταστημάτων. Βασική προϋπόθεση, βεβαίως, είναι η ένταση του τουρισμού να αποτυπωθεί με θετικά αποτελέσματα τουριστικών εσόδων στο σύνολο του ελληνικού εμπορίου. Στο πλαίσιο της έναρξης των θερινών εκπτώσεων εύχομαι σε εμπόρους και καταναλωτές καλές καλοκαιρινές εκπτώσεις, καλές δουλειές, καλές αγορές. Τέλος, ελπίζω η μετεκλογική αισιοδοξία των καταναλωτών να αποτυπωθεί και στις πωλήσεις των εμπορικών επιχειρήσεων».
Τρεις οδηγίες για τις τακτικές εκπτώσεις
Ο ίδιος ανέφερε και τρεις οδηγίες για τους εμπόρους:
1. Στις εκπτώσεις επιβάλλεται η αναγραφή της παλαιάς και της νέας μειωμένης τιμής των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται με έκπτωση και επιτρέπονται η αναγραφή και η εμπορική επικοινωνία του ποσοστού έκπτωσης.
2. Ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται και προβάλλεται η μειωμένη τιμή πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια και να μην είναι ανακριβής. Οι καταστηματάρχες θα πρέπει, σε περίπτωση ελέγχου, να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η παλαιά τιμή πώλησης που αναγράφεται στην πινακίδα, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
3. Στους παραβάτες των διατάξεων περί εκπτώσεων επιβάλλεται πρόστιμο, ποσού ίσου με το 0,5% του ετήσιου κύκλου εργασιών, και πάντως όχι κατώτερο των 5.000 ευρώ. Σε περίπτωση που επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο, για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα 5 ετών, το πρόστιμο αυξάνεται στο 3% του ετήσιου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Σημαντική η σημασία της τουριστικής ροής
Για τις θερινές εκπτώσεις, στις οποίες προσβλέπουν οι έμποροι για τόνωση της αγοράς, μίλησε ο Β’ αντιπρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), Νίκος Κογιουμτσής, στον ραδιοφωνικό σταθμό News 24/7.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο κ. Κογιουμτσής επισήμανε ότι από τις αρχές του έτους υπάρχει μία σταδιακή πτώση της κατανάλωσης, στο 8% στις χειμερινές εκπτώσεις Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου και στο 8-10% στις ενδιάμεσες του Μαΐου. Μάλιστα, σημείωσε πως ο εμπορικός κόσμος, μέσω της ΕΣΕΕ, έχει εισηγηθεί την κατάργηση των ενδιάμεσων εκπτώσεων.
Επίσης, αναφέρθηκε στον ρόλο των τουριστών στο εμπόριο. Χαρακτήρισε σημαντική την τουριστική ροή, εξίσου υψηλή με τα περυσινά δεδομένα, τόνισε, ωστόσο, ότι παραμένουν δυσανάλογα τα έσοδα σε σχέση με τον τουριστικό πληθυσμό που υπάρχει τόσο στην Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα όσο και στην υπόλοιπη χώρα. «Ο τουρίστας στην Ελλάδα δεν ξοδεύει πολλά για αγορές. Η κατά κεφαλήν δαπάνη του είναι κοντά στα 35 ευρώ, όταν την ίδια ώρα, σε Ισπανία και Πορτογαλία ξεπερνάει τα 50 με 60», υπογράμμισε ο κ. Κογιουμτσής.