Ένας μύκητας-δολοφόνος έχει εξαφανίσει 90 είδη αμφίβιων παγκοσμίως μέσα σε 50 χρόνια

Η θανατηφόρα ασθένεια που προκαλεί ένας μύκητας, έχει προκαλέσει δραματική μείωση πληθυσμού σε 501 είδη αμφίβιων σε όλο τον κόσμο (σχεδόν το 7% του συνόλου τους), ενώ 90 είδη έχουν εξαφανιστεί τελείως κατά τα τελευταία 50 χρόνια και σε άλλα 124 είδη το ποσοστό μείωσης του αριθμού τους ξεπερνά το 90%, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα.

         Η νόσος (Chytridiomycosis), που κατατρώει το δέρμα σε βατράχους, σαλαμάνδρες και άλλα αμφίβια, πλήττει περισσότερες από 60 χώρες, με το σοβαρότερο πρόβλημα στην Αυστραλία, στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική. Η Ευρώπη έχει επίσης πληγεί, αλλά σε μικρότερο βαθμό.

     Οι ερευνητές από πολλές χώρες, με επικεφαλής τον δρ Μπεν Σιλ της Σχολής Περιβάλλοντος του Αυστραλιανού Εθνικού Πανεπιστημίου, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», εκτιμούν ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη απώλεια βιοποικιλότητας που έχει ποτέ υπάρξει εξαιτίας μίας και μόνο ασθένειας. Ο μύκητας θεωρείται πλέον ένα από τα πιο καταστροφικά είδη-εισβολείς παγκοσμίως, συμβάλλοντας -μαζί με τους ανθρώπους- στην έκτη μεγάλη εξαφάνιση ειδών στην ιστορία της Γης.

       Ο μύκητας (Chytrid ή Batrachochytrium dendrobatidis) που είναι υπεύθυνος, πιθανώς, ξεκίνησε την καταστροφική πορεία του κατά τη δεκαετία του 1980 από την Ασία, όπου τα ντόπια αμφίβια φαίνεται να έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα απέναντι του, ενώ χάρη στην παγκοσμιοποίηση και στο διεθνές εμπόριο έχει βρει ευκαιρίες να εξαπλωθεί διεθνώς, καθώς οι άνθρωποι συνεχώς μεταφέρουν φυτά και ζώα από το ένα μέρος στο άλλο.

       Πολλά ακόμη είδη αμφίβιων βρίσκονται στο χείλος της εξαφάνισης εξαιτίας του μύκητα μέσα στα επόμενα δέκα έως 20 χρόνια, σύμφωνα με τις δυσοίωνες εκτιμήσεις των επιστημόνων. Από την άλλη, διαφαίνονται ακτίνες ελπίδας, καθώς μειώνεται σταδιακά ο αριθμός των νέων ειδών που πλήττονται από τον μύκητα.

      Δυστυχώς, ο μύκητας δεν είναι η μόνιμη θανάσιμη απειλή για τα αμφίβια, τα οποία επίσης απειλούνται από την απώλεια των ενδιαιτημάτων τους και την κλιματική αλλαγή.

Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:

http://science.sciencemag.org/content/363/6434/1459

 

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΓερμανία: Άγνωστος μόλυνε με απορρυπαντικό τρόφιμα που προορίζονταν για τα παιδιά σε βρεφονηπιακό σταθμό στο Λεβερκούζεν
Επόμενο άρθροΝέες ενδείξεις ότι υπάρχουν βαθιά υπόγεια ύδατα στον Άρη