Φίλες και φίλοι, είναι χαρά μου που βρίσκομαι σήμερα εδώ μαζί σας και θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους διοργανωτές για την τιμητική πρόσκληση να κλείσω αυτή την ημερίδα σήμερα.
Να ευχαριστήσω θερμά το Ινστιτούτο Friedrich Ebert, την Ομάδα Δημοκρατών Σοσιαλιστών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και βεβαίως το Ινστιτούτο, του οποίου ηγείται η Λούκα η Κατσέλη, καθώς, βεβαίως, και να ευχαριστήσω για την εξαιρετική δουλειά που έχουν δώσει σε όλους μας, τόσο η Λούκα η Κατσέλη όσο και ο κύριος Ράσμουσεν. Μια δουλειά που είναι εξαιρετικά χρήσιμη για όλες τις προοδευτικές δυνάμεις για τη διαμόρφωση του προγράμματός τους, ενόψει της επικείμενης ευρωεκλογικής αναμέτρησης. Διότι αφορά το σχέδιο για μια βιώσιμη Ευρώπη με δικαιοσύνη και ευημερία για τους πολίτες της.
Δεν μπορώ να αποφύγω και εγώ τον πειρασμό εισαγωγικά να πω ότι θα ήταν πολύ πιο πλούσια η σημερινή μας συνάντηση αν αποδεχόντουσαν την πρόσκληση παρουσίας, τοποθέτησης και διαλόγου όλες οι πολιτικές δυνάμεις του ευρύτερου προοδευτικού χώρου. Θα ήμουνα ευτυχής αν μπορούσα, όχι να συμφωνήσω σήμερα εδώ, να διαφωνήσω με τον φίλο μου τον Σταύρο τον Θεοδωράκη και την Φώφη τη Γεννηματά. Επέλεξαν να απουσιάσουν και νομίζω ότι αυτό είναι ένα έλλειμμα αυτοπεποίθησης για τις απόψεις τους και για τον πολιτικό χώρο που εκπροσωπούν.
Εγώ θα ήθελα, όμως, να δικαιολογήσω, εν μέρει, τη στάση τους, διότι δημιουργείται η εντύπωση σε μεγάλο κομμάτι των Μέσων Ενημέρωσης ότι και η σημερινή εκδήλωση, αλλά κυρίως η στρατηγική απόφαση, επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει των ευρωπαϊκών εκλογών, να ανοίξει ουσιαστικά τη συζήτηση για τη συμπαράταξη των προοδευτικών δυνάμεων πριν ή και μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά ουσιαστικά να ανοίξει τη συζήτηση για την προοδευτική διακυβέρνηση στην Ελλάδα, τους γεμίζει ερωτηματικά και φοβίες ενδεχομένως. Κάποιοι λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να αλώσει έναν ιστορικό πολιτικό χώρο, τον χώρο της κεντροαριστεράς ή και να τον εκμηδενίσει, να τον εξαϋλώσει.
Θα ήθελα σε αυτό πολύ σύντομα να τοποθετηθώ, πριν μπω στην ουσία της παρέμβασής μου σήμερα. Θα ήμουν ανόητος αν πίστευα ότι ένας ιστορικός πολιτικός χώρος μπορεί ή να λεηλατηθεί ή να εξαϋλωθεί. Θα ήμουν, όμως, ακόμα πιο ανόητος εάν ήταν αυτή η στρατηγική μου επιλογή. Διότι γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι αυτός ο τόπος για να κυβερνηθεί, και σε μια κατεύθυνση προοδευτικών θεσμικών τομών και μεταρρυθμίσεων, χρειάζεται συμμαχίες. Και σας διαβεβαιώνω: Εγώ εκπροσωπώ τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα κόμμα της κεντροαριστεράς, είναι ένα κόμμα της αριστεράς. Και δεν επιθυμεί να γίνει κόμμα της κεντροαριστεράς. Για να υπάρξει προοπτική και πιθανότητα προοδευτικής διακυβέρνησης την επόμενη μέρα, χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα της αριστεράς να βρει συμμάχους κόμματα της κεντροαριστεράς ή και του δημοκρατικού κέντρου.
Αν κάτι επιθυμούμε με αυτή τη στρατηγική μας, και δεν το κρύβουμε, είναι όχι να αλώσουμε, να λεηλατήσουμε, να εξαϋλώσουμε ή όπως αλλιώς μπορούν να μας κατηγορήσουν, αλλά να πείσουμε. Να πείσουμε ότι πρέπει να αλλάξουν στρατηγική. Διότι όταν ένα πολιτικό κόμμα ή παράταξη της κεντροαριστεράς έχει ως βασική πολιτική στρατηγική τη στρατηγική ήττα της αριστεράς, σε αυτό το εκλογικό σύστημα, που σημαίνει ταυτόχρονα στρατηγική νίκη της δεξιάς, τότε ακολουθεί μια στρατηγική αυτοακύρωσης και αυτοπαγίδευσης, κινδυνεύοντας να γίνει συμπληρωματική δύναμη της δεξιάς και μάλιστα μιας δεξιάς που έχει επιλέξει να κάνει πολλά βήματα δεξιότερα, προκειμένου να ικανοποιήσει εσωτερικές αντιφάσεις και αντινομίες.
Θέλουμε να πείσουμε ότι είναι αναγκαιότητα σήμερα να ανοίξουμε τον διάλογο για τη στρατηγική σύμπλευση και τον προγραμματικό διάλογο για τις μεγάλες προκλήσεις σήμερα και αύριο στην Ευρώπη, αλλά και στον τόπο μας. Αυτό ναι, δεν το κρύβουμε. Θέλουμε να πείσουμε.
Θέλω, λοιπόν, ξεκινώντας να πω ότι η σημερινή εκδήλωση γίνεται την κατάλληλη στιγμή και στην κατάλληλη χώρα. Γίνεται την κατάλληλη στιγμή, γιατί σε μια ιστορικά κρίσιμη για την Ευρώπη και τον κόσμο συγκυρία συνεισφέρει στο συλλογικό προβληματισμό για όσα μας έφεραν εδώ, για εκείνη την καταστροφική λογική και εφαρμοσμένη πολιτική που οδήγησε σε μια πρωτοφανή διεύρυνση του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ευρώπη. Την πολιτική που οδήγησε στο περιθώριο εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες, την ίδια ώρα που όμως παρήγαγε υπερκέρδη για μία ελίτ, για μία μειοψηφία, για αυτούς που -αν θυμάστε το κίνημα Occupy Wall Street- τότε τους χαρακτήριζε ως η μειοψηφία του 1%.
Αλλά γίνεται και στην κατάλληλη χώρα, γιατί λίγο μετά τις απαρχές της διεθνούς οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα –το γνωρίζουμε όλοι αυτό- μετατράπηκε σε ένα εργαστήρι, σε ένα πείραμα ενός απάνθρωπου -επιτρέψτε μου την έκφραση- νεοφιλελεύθερου πειραματισμού, με τραγικές συνέπειες για την εθνική μας οικονομία, αλλά κυρίως με τραγικές συνέπειες για την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Σχεδόν μέσα σε μια νύχτα η Ελλάδα, όπως και άλλα κράτη – μέλη της ευρωπαϊκής περιφέρειας, μετατράπηκε από κέντρο προσέλκυσης χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων, τα λεγόμενα hedge funds, τζογαδόρικων κεφαλαίων, σε αποδιοπομπαίο τράγο της Ευρώπης. Και ο ελληνικός λαός στοχοποιήθηκε άδικα, κατασυκοφαντήθηκε, ίσως και με χυδαίο τρόπο, από τους ίδιους ανθρώπους, τις ίδιες ομιλούσες κεφαλές του νεοφιλελευθερισμού, που λίγα χρόνια πριν μιλούσαν για το ελληνικό θαύμα.
Βεβαίως, θα ήταν άδικο και ανιστόρητο αν λέγαμε ότι για όλα φταίνε, για όλα έφταιξαν κάποιοι που διαφεντεύουν τις τύχες της Ευρώπης, κάποιοι ξένοι, ενώ οι Έλληνες ήμασταν άμοιροι ευθυνών. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν ήταν άμοιρες ευθυνών για αυτή τη στοχοποίηση. Καλλιέργησαν την αυταπάτη της ισχυρής οικονομίας, που όμως τα θεμέλιά της ήταν χτισμένα στην άμμο. Μια οικονομία ρηχή, με ρηχή παραγωγική βάση, βασισμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου σε υπηρεσίες, με ένα σκληρό νόμισμα που έγινε μοχλός για τη δημιουργία μιας οικονομικής και τραπεζικής «φούσκας», που σύντομα όμως κατέρρευσε. Και ταυτόχρονα με έναν δημόσιο τομέα μη αποτελεσματικό και μη παραγωγικό, ένα κοινωνικό κράτος ασθενές, ένα εκτεταμένο δίκτυο παραοικονομίας και πελατειακών σχέσεων και με μία δεξιά κυβέρνηση στο τέλος, λίγο πριν σκάσει η κρίση, που φρόντισε να εκτινάξει το έλλειμμα σε δυσθεώρητα μεγέθη. Και κατόπιν ήρθε και το μοιραίο λάθος, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη, να παραδοθούν τα κλειδιά της διαχείρισης της κρίσης της Ευρώπης, και ειδικότερα της Ελλάδας, στο ΔΝΤ.
Και έτσι η Ελλάδα, δυστυχώς, έγινε το πειραματόζωο μιας αποτυχημένης πειραματικής εφαρμογής του δόγματος του νεοφιλελεύθερου σοκ. Που είχε σαν αποτέλεσμα, μέσα σε λίγους μόνο μήνες, να χάσουμε σχεδόν το ¼ του εθνικού μας πλούτου, 25% του ΑΕΠ, αλλά και να οδηγηθούμε σε αδιανόητα υψηλά μεγέθη, τόσο του δημόσιου χρέους, αλλά κυρίως της ανεργίας.
Τα τέσσερα τελευταία χρόνια, όμως, η κατάσταση άλλαξε. Η Ελλάδα, παρότι είναι μία μικρή χώρα που εκπροσωπεί περίπου το 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, ξεκίνησε, με τη βοήθεια βεβαίως των εταίρων της, που κάπου κατανόησαν και τα λάθη, αλλά κυρίως τη βοήθεια -και θέλω να το πω αυτό εδώ, το οφείλω στον Ούντο Μπούλμαν που είναι σήμερα μαζί μας- τη βοήθεια των προοδευτικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Διότι η ευρωομάδα των σοσιαλιστών και δημοκρατών, αλλά και η ομάδα της αριστεράς βεβαίως, αλλά και κομμάτι των πρασίνων, σε κρίσιμες στιγμές, σε πολύ κρίσιμες στιγμές, που η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά σε μεγάλους εκβιασμούς, πήραν τη σωστή θέση. Και βοήθησαν όχι τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση, βοήθησαν την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό να αποφύγει τη διαιώνιση αυτής της σκληρής πολιτικής λιτότητας και οφείλω ένα ευχαριστώ για αυτή τη στάση.
Το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής ήταν σαφώς ηπιότερο δημοσιονομικά, σε σχέση με τα δύο προηγούμενα. Σχεδόν το 10% της δημοσιονομικής προσαρμογής που είχαν τα δύο προηγούμενα μαζί. Ωστόσο, η βασική διαφορά του ήταν ότι εστίασε σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Και νομίζω ότι εάν για κάτι, εμείς τουλάχιστον, αισθανόμαστε ότι κάτι κάναμε σωστά και είμαστε δικαιωμένοι, είναι όχι τόσο ότι καταφέραμε να ολοκληρώσουμε, κυρίως ότι καταφέραμε να το ολοκληρώσουμε αυτό το πρόγραμμα, κρατώντας την κοινωνία όρθια. Με ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής, που βασίστηκε στην προτεραιότητα της υπεράσπισης της κοινωνικής πλειοψηφίας και του κόσμου της εργασίας. Και έτσι πιστεύω ότι με αυτό τον τρόπο και εκ του αποτελέσματος αποδείξαμε ότι εν τέλει υπάρχει και άλλος δρόμος. Υπάρχει και ένας τρίτος δρόμος, θα έλεγα, από αυτόν της υποταγής και από αυτόν της ρήξης. Η οικονομία ξαναγύρισε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Τα δημόσια οικονομικά εξυγιάνθηκαν και τα ελλειμματικά δημόσια ταμεία έγιναν ξανά πλεονασματικά. Οι αγορές ξανάνοιξαν τις πόρτες τους και μάλιστα με επιτόκια όχι αντίστοιχα της προ κρίσεως εποχής, αλλά αντίστοιχα της εποχής της ισχυρής Ελλάδας, που οργάνωνε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η ανεργία σταδιακά αποκλιμακώθηκε. Δημιουργήθηκαν 350.000 νέες θέσεις εργασίας. Η ανεργία μειώθηκε κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες και μεγάλο μέρος, όχι όλες βέβαια, αλλά μεγάλο μέρος των κοινωνικών πληγών επουλώθηκαν.
Ωστόσο, πιστεύω ότι αντί να ευλογούμε τα γένια μας και να λέμε Έλληνες και Ευρωπαίοι τι καλά που τα κάναμε και οδηγηθήκαμε σε success story, αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι όχι να πανηγυρίζουμε, αλλά να προβληματιστούμε. Να προβληματιστούμε για το πώς αφήσαμε τα πράγματα, ως Ευρωπαίοι εννοώ, αλλά και συνολικά και ως Έλληνες, να οδηγηθούν εκεί που οδηγήθηκαν με τα δύο πρώτα σκληρά και αναποτελεσματικά προγράμματα και την κρίση του καλοκαιριού του 2015. Πώς επιτρέψαμε την κρίση στο σώμα της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών, να διαλύσει αυτό που ονομάζαμε για χρόνια κοινωνικό συμβόλαιο στην Ευρώπη. Πώς επιτρέψαμε στους τεχνοκράτες να πάρουν τα κλειδιά από τους αιρετούς πολιτικούς εκπροσώπους. Πώς επιτρέψαμε τις λάθος συνταγές που όξυναν το πρόβλημα. Πώς τους αφήσαμε να επιμένουν σε αυτές τις λάθος συνταγές, παρότι και οι ίδιοι παραδεχόντουσαν ότι ήταν λάθος. Και εν τέλει, πώς τους αφήσαμε να εκθρέψουν την απελπισία, την οργή και τον φόβο, που με τη σειρά τους έδωσαν έδαφος στις πιο σκοτεινές αντιλήψεις και θεωρίες, ώστε αυτές να επιστρέψουν ξανά με εκκωφαντικό τρόπο στο πολιτικό προσκήνιο της Ευρώπης.
Και για να μιλήσω καθαρά, πώς επιτρέψαμε στον νέο φιλελευθερισμό να γίνει η επίσημη ευρωπαϊκή οικονομική θρησκεία, το επίσημο δόγμα. Γιατί μπορεί ο καπιταλισμός να είναι ένα σύστημα από τη φύση του βασισμένο στην αναπαραγωγή των ανισοτήτων, αλλά οι απαντήσεις που δόθηκαν για την αντιμετώπιση της μεγάλης ύφεσης του 1930 και την ανασυγκρότηση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαφέρουν κατά πολύ από αυτό που ακολούθησε αργότερα. Το μεταπολεμικό σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό μοντέλο υπό τη διαρκή πίεση, είναι αλήθεια, των εργατικών και κοινωνικών κινημάτων, χαρακτηρίστηκε από την κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, από τη διεύρυνση του κοινωνικού κράτους, από την κατοχύρωση προοδευτικών φορολογικών συστημάτων, από εθνικοποιήσεις και δημόσιο έλεγχο στρατηγικών κλάδων, από τη μαζική πρόσβαση στη δημόσια εκπαίδευση και στα δημόσια αγαθά.
Αυτές οι πολιτικές ήταν που συνετέλεσαν καθοριστικά στη μείωση των ανισοτήτων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, όμως, και τις αρχές του ’80, αυτή η τάση μείωσης των ανισοτήτων αρχίζει να αντιστρέφεται ραγδαία. Τότε ήταν, αν δεν κάνω λάθος το 1978, που η Μάργκαρετ Θάτσερ, ως επικεφαλής τότε της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στη Μεγάλη Βρετανία, χαρακτήρισε την φτώχεια ως «ελάττωμα της προσωπικότητας». Για να επαναλάβει, 9 χρόνια αργότερα, ως Πρωθυπουργός, την πεμπτουσία της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού ότι, δηλαδή, «δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που λέγεται κοινωνία», είχε πει. «Υπάρχουν τα άτομα, άνδρες και γυναίκες, όπως υπάρχουν και οι οικογένειες”.
Τώρα, στον τομέα της οικονομίας, ο νεοφιλελεύθερος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός άρχισε να εδραιώνεται, χρησιμοποιώντας ως δέλεαρ τη μεγάλη υπόσχεση της ατομικής ευμάρειας, της ολοένα ταχύτερης, ευκολότερης και μεγαλύτερης κερδοφορίας, της ασταμάτητης, και νομοτελειακά –θα έλεγα- ασταμάτητης ανάπτυξης.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες άρχισαν να διευρύνονται ακριβώς ως συνέπεια της σταδιακής επικράτησης αυτού του αδηφάγου πλαισίου αξιών και πολιτικών.
Η βίαιη ενσωμάτωση στην παγκοσμιοποιημένη αγορά των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’90 επιτάχυνε την εδραίωση της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Οι κρατικές παρεμβάσεις έχουν πλέον τις ακριβώς αντίστροφες στρατηγικές στοχεύσεις από αυτές που είχαν τη δεκαετία του ’50, του ’60, του ’70. Ακριβώς αντίστροφες, δηλαδή, από αυτές της μεταπολεμικής κεϋνσιανής συνταγής: Την πλήρη απελευθέρωση της διεθνούς κίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίων, την αχαλίνωτη δράση των χρηματοπιστωτικών αγορών, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, δηλαδή την άρση της προστασίας των εργαζομένων και την αποξήλωση όλων των εργασιακών κατακτήσεων και ιδίως των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Και βεβαίως, την εμπορευματοποίηση των θεμελιωδών υπηρεσιών και των αγαθών. Τη μείωση της φορολογίας και τη δημιουργία μηχανισμών φοροαποφυγής του μεγάλου πλούτου και – συνεπακόλουθα- τη μεταφορά των φορολογικών βαρών από το μεγάλο πλούτο στα μικρομεσαία και στα λαϊκά στρώματα.
Αυτές ακριβώς οι παρεμβάσεις από το νεοφιλελεύθερο επιχειρηματικό κράτος, από τη δεκαετία του ’80 μέχρι το ξέσπασμα της τελευταίας διεθνούς οικονομικής κρίσης, είναι που οδήγησαν, ακόμη και στους καιρούς της ανάπτυξης, στη δραματική αύξηση των ανισοτήτων σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα.
Όταν πια ξέσπασε η τελευταία μεγάλη κρίση, φάνηκε ότι ίσως υπήρχε μια ελπίδα για μια κάποια αναθεώρηση αυτών των κυρίαρχων οικονομικών πολιτικών ότι ίσως να αναγνωριζόταν επιτέλους η καταστροφικότητα της τραπεζικής απορρύθμισης και της χρηματοπιστωτικής ασυδοσίας. Κι όμως, πέρα από κάποια διστακτικά βήματα στις ΗΠΑ, τίποτα δεν άλλαξε ουσιαστικά.
Οι κοινωνίες φορτώθηκαν τις ζημιές και, ειδικά στην Ευρώπη, οι υποστηρικτές της λιτότητας και των αντιμεταρρυθμίσεων, με πρωτεργάτες το ΔΝΤ, θριάμβευσαν έναντι κάθε διαφορετικής άποψης.
Κι ενώ μια σειρά από χώρες της Ευρωζώνης κατέγραφαν νέα ιστορικά ρεκόρ ύφεσης, ανεργίας, μετανάστευσης των νέων και οικονομικού μαρασμού, οι τεχνοκράτες της οικονομικής ορθοδοξίας παρέμεναν στις θέσεις τους, ελέγχοντας τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, έτοιμοι να κατακεραυνώσουν κάθε απόκλιση.
Και ήταν αυτή ακριβώς η πολιτική διαχείριση της κρίσης που καλλιέργησε το έδαφος για τη δημιουργία του ρεύματος του ακραίου δεξιού λαϊκισμού που σήμερα απειλητικά κυριαρχεί στην Ευρώπη: από τον Ούγγρο Πρωθυπουργό Όρμπαν, μέχρι τον Βίλντερς και τον Κούρτς και μέχρι το AfD στη Γερμανία, οι δυνάμεις της άκρας δεξιάς, που μεταμφιέζονται παντού ως αντισυστημικές, αλλά στη πραγματικότητα είναι ταυτισμένες με τον πιο ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Γιατί το οικονομικό πρόγραμμα του Όρμπαν στην Ουγγαρία είναι η ασυδοσία των απολύσεων, που έχει οδηγήσει εκατοντάδες χιλιάδες Ούγγρους εργάτες στους δρόμους, όπως επίσης και το εργασιακό σχέδιο του Κουρτς στην Αυστρία είναι η θεσμοθέτηση δια νόμου της 12ωρης εργασίας. Και αυτό το πάντρεμα ακραίας δεξιάς και ακραίου νεοφιλελευθερισμού, είναι που συγκροτεί τελικά μια απεχθή και βαθιά συντηρητική, αντιευρωπαϊκή Διεθνή, στην καρδιά της Ευρώπη. Και είναι ακριβώς με αυτές τις πολιτικές δυνάμεις που θα αντιπαρατεθούμε ενόψει των κρίσιμων ευρωεκλογών του επόμενου Μαΐου. Γιατί εδώ βρίσκεται η αντίφαση. Ενώ αυτές οι δυνάμεις έχουν ως επίκεντρο την επιστροφή στο έθνος-κράτος και την εθνική περιχαράκωση, καταφέρνουν και συνεννοούνται, διαμορφώνοντας αυτή την πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη και συνεννόηση. Αλλά, αν δει κανείς και το πώς υποστηρίζονται, ενδεχομένως και οικονομικά, από άλλες δυνάμεις από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μπορούμε πράγματι να μιλάμε για μια μαύρη Διεθνή.
Και το όπλο μας απέναντι σε αυτούς ποιο είναι; Ποιο είναι το όπλο μας; Εγώ θα έλεγα ότι μπορούμε να έχουμε ως όπλο απέναντι σε αυτήν τη μαύρη ευρωπαϊκή ακροδεξιά, αυτή τη μαύρη Διεθνή, τα αντιπαραδείγματα που έχουμε δημιουργήσει, αλλά και την πίστη μας στις αρχές και τις αξίες της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Γιατί, παρά το ασφυκτικό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, στις τρεις χώρες που γνώρισαν τη σκληρότερη πλευρά του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού, στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, εμφανίστηκε σιγά-σιγά, με χίλιες δυσκολίες, ένα αντιπαράδειγμα πολιτικής. Οι ίδιοι οι λαοί και μάλιστα τα πιο ευάλωτα τμήματά τους άνοιξαν τον δρόμο, αναδεικνύοντας προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις που ήθελαν –αν όχι να τα αλλάξουν όλα- τουλάχιστον να το παλέψουν.
Δεν είναι μόνο τα όσα πετύχαμε στην Ελλάδα. Το φθινόπωρο του 2015, οι δυνάμεις του –ας μου επιτραπεί η έκφραση- κατεστημένου, νεοφιλελεύθερου κατεστημένου στην Ευρώπη αιφνιδιάστηκαν από τις εξελίξεις στην Πορτογαλία, από μια αλλόκοτη συμφωνία των Πορτογάλων Σοσιαλιστών με την Αριστερά, τους Κομμουνιστές και τους Πράσινους, πάνω σε ένα πρόγραμμα αντιλιτότητας, εναντίον της λιτότητας, προσεκτικού, όμως, και εντός των Συνθηκών της Ευρωζώνης, αλλά πάντως ενάντια στη λογική των συνεχών περικοπών και των απορρυθμίσεων.
Αντίστοιχα, στην Ισπανία, η κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ, σε συμφωνία με την Αριστερά, προχώρησε πρόσφατα μάλιστα και σε μια εμβληματική κίνηση, την αύξηση του κατώτατου μισθού, όχι κατά 11% που κάναμε εμείς εδώ, αλλά κατά 22%. Και πραγματικά εύχομαι, αυτή η συνεννόηση να συνεχιστεί μέσα από ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα και για τους δύο πολιτικούς σχηματισμούς στις προσεχείς πρόωρες εκλογές στην Ισπανία.
Αυτά τα τρία, λοιπόν, προοδευτικά κυβερνητικά εγχειρήματα στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, συγκροτούν εκ των πραγμάτων ένα διαφορετικό πολιτικό υπόδειγμα στην Ευρώπη σήμερα, κόντρα σε αυτό το ζοφερό πολιτικό σκηνικό του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού και της ανόδου του ακροδεξιού εθνικισμού και του ρατσισμού.
Φίλες και φίλοι, είναι γεγονός ότι οι ευρωπαϊκοί και οι διεθνείς συσχετισμοί δύναμης, όμως, παραμένουν, παρά τα τρία αυτά αντιπαραδείγματα, ιδιαίτερα δυσμενείς εις βάρος του κόσμου της εργασίας, εις βάρος των προοδευτικών δυνάμεων. Το καθήκον μας, ωστόσο, ως προοδευτικές δυνάμεις είναι να μην αποδεχτούμε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα ως νομοτέλεια, αλλά να αγωνιστούμε από κοινού, παρά τις υπαρκτές διαφορετικότητες, για να αλλάξουμε αυτή την πραγματικότητα. Να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, για την υπέρβαση του κυρίαρχου μοντέλου, που έχει οδηγήσει την Ευρώπη σε αυτή την έκρηξη των ανισοτήτων, αλλά και σε μια πρωτοφανή υπαρξιακή κρίση.
Για να πετύχουμε, όμως, σε αυτήν την ιστορική –θα έλεγα- αποστολή, χρειαζόμαστε ένα οραματικό και συγχρόνως πειστικό πολιτικό πρόγραμμα. Κυρίως, όμως, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές είναι εκλογές υπαρξιακού χαρακτήρα για την ίδια την Ευρώπη. Είναι η πιο κρίσιμη πολιτική μάχη από την ίδρυσή της. Γιατί αυτό που διακυβεύεται είναι, πέρα από τις ιδρυτικές της αξίες, η ίδια η ενότητα της Ευρώπης. Οι ευρωπαϊκές προοδευτικές δυνάμεις δε μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια σε αυτό το ιστορικό διακύβευμα. Σοσιαλδημοκράτες και αριστεροί σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αριστεροί και πράσινοι έχουμε προφανώς αναμεταξύ μας πολύ σημαντικές διαφορές. Και ιστορικές, αλλά και σε ό,τι αφορά την τρέχουσα συγκυρία. Οφείλουμε, όμως, να συνειδητοποιήσουμε ότι η προτεραιότητα σήμερα είναι να καταφέρουμε να φτιάξουμε κοινό ανάχωμα στην έφοδο της ακροδεξιάς και στην καταστροφική για τους λαούς ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, που άλλωστε είναι αυτός που τρέφει την ακροδεξιά.
Και αυτό δεν μπορεί να το κάνει κανένας μόνος του. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας σε μια πλατιά Κόκκινη – Κόκκινη και Πράσινη Συμμαχία, για να θυμηθώ τα χρώματα στην Ευρώπη και της Σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς είναι το κόκκινο, της Οικολογίας είναι το πράσινο, στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να το λέγαμε κόκκινο-πράσινο και πράσινο, αλλά τώρα μιλάω για την Ευρώπη, που είναι το κόκκινο-κόκκινο και πράσινο. Σε μια πλατιά συμμαχία που μπορεί να δώσει μια προοπτική, μια ελπίδα και κυρίως μια δυναμική. Διότι, οι ευρωπαϊκές ομάδες σήμερα και οι τρεις αυτές, αν αθροίσουν δυνάμεις, είναι σαφώς πολύ πιο πάνω από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και σαφώς μπορούν να καθορίσουν τις εξελίξεις στο επόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αν πορευτεί η κάθε μία από μόνη της, πιστεύω ότι αυτό δεν θα μπορέσει να το πετύχει.
Ο μεγάλος μας, λοιπόν, κοινός στόχος, πρέπει να είναι το πώς, μέσα από έναν ενωτικό πολιτικό λόγο, θα μπορέσουμε να ενσωματώσουμε στο σχέδιό μας αποκλεισμένες λαϊκές τάξεις σε μια νέα στρατηγική, τις τάξεις εκείνες που σήμερα τις ενσωματώνει δυστυχώς η άκρα δεξιά, σε μια νέα στρατηγική κοινωνικά και περιβαλλοντικά βιώσιμης ανάπτυξης. Με δύο λόγια, θα το έλεγα, σε ένα νέο, Κοινωνικό Συμβόλαιο για την Ευρώπη του 21ου αιώνα, βασισμένο σε πολιτικές ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Και επιτρέψτε μου να συνοψίσω κάποιους από τους κεντρικούς άξονες πολιτικής που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα τέτοιο Κοινωνικό Συμβόλαιο με τους ευρωπαϊκούς λαούς:
Πρώτον, η κατοχύρωση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Πυλώνα, ως μηχανισμός εγγύησης εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως, για παράδειγμα, ενός ευρωπαϊκού κατώτατου μισθού, ευρωπαϊκών συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή κοινών ευρωπαϊκών θεμελιωδών κοινωνικών υπηρεσιών και αγαθών με πρόσβαση ελεύθερη στους πολίτες.
Δεύτερον, η αποφασιστική αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού με νέους πόρους, χωρίς να επιβαρύνουμε τα λαϊκά στρώματα. Όπως, για παράδειγμα, ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ο φόρος στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ο φόρος στις συναλλαγές μέσω ψηφιακών πλατφορμών.
Τρίτον, θα μπορούσε να είναι η ανάπτυξη μηχανισμών διαμερισμού της ευθύνης αλλά και του βάρους, αυτό που ονομάζουμε αμοιβαιοποίηση του ρίσκου, αμοιβαιοποίηση των δημόσιων χρεών και εξισορρόπησης κρίσεων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Η μεγάλη συζήτηση που είχε γίνει για το λεγόμενο ευρωομόλογο.
Τέταρτον, η καταπολέμηση της φοροαποφυγής του μεγάλου κεφαλαίου. Παραδείγματος χάριν με ευρωπαϊκές και διεθνείς ρυθμίσεις για τους φορολογικούς παραδείσους, καθώς και η στροφή προς μια δίκαιη φορολογική εναρμόνιση. Επίσης η ριζική στροφή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής από τη λιτότητα στις επενδύσεις για μια δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη. Με βάση ένα νέο επενδυτικό πρότυπο που θα προάγει τον οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας και τέλος η διεύρυνση της δημοκρατίας. Γιατί όλα αυτά που περιέγραψα πιο πριν έγιναν γιατί διερρήχθησαν οι ιδρυτικές δημοκρατικές αξίες και η θεσμική δημοκρατική οργάνωση της Ευρώπης. Μέσα βεβαίως από τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, θεσμούς για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία και μέσω της κατοχύρωσης νέων θεσμών και δεσμευτικών μηχανισμών κοινωνικής συμμετοχής.
Για να γίνει, όμως, ένα τέτοιο κοινό πολιτικό πρόγραμμα και άρα για να γίνει δυνάμει ηγεμονικό, χρειάζεται οι δυνάμεις που το εκφράζουν να αποπνέουν και μία δυναμική που να συγκινεί και να κινητοποιεί τους πολίτες. Η δυναμική αυτή δεν μπορεί να υπάρξει δίχως την υπέρβαση της σημερινής πολυδιάσπασης των δυνάμεων που πραγματικά μάχονται ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και στον κίνδυνο του εκφασισμού της ευρωπαϊκής πολιτικής. Δίχως την ενότητα δράσης και έκφρασης των προοδευτικών δυνάμεων της αριστεράς, της οικολογίας και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας.
Οφείλουμε, λοιπόν, να ανιχνεύσουμε και σε ευρωπαϊκό αλλά και σε εθνικό επίπεδο την πολιτική βούληση για αυτή τη σύνθεση ιδεών και στόχων προκειμένου να κάνουμε το αποφασιστικό βήμα: Να ξεπεράσουμε τη βολική ακινησία και τη βολική σιωπή.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα έκανε ένα πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Χθες η Κεντρική Επιτροπή έλαβε την απόφαση να απευθύνει ένα πλατύ κάλεσμα συμπαράταξης σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις του τόπου ενόψει των ευρωεκλογών χωρίς αποκλεισμούς και χωρίς διάθεση ηγεμονισμού. Γνωρίζω βεβαίως ότι κάποιοι συνεχίζουν να βλέπουν με καχυποψία αυτή την πρωτοβουλία. Είναι όμως μια ειλικρινής και ταυτόχρονα μια αναγκαία πρωτοβουλία και πολύ σύντομα πιστεύω ότι αυτό θα το κατανοήσουν όσοι σήμερα, ίσως ευλόγως, έχουν τις αμφιβολίες τους. Επιτρέψτε μου να σας πω κάτι.
Πριν από λίγες ημέρες, πριν από ένα μήνα περίπου –γιατί περνάνε και οι ημέρες – στην ελληνική Βουλή ψηφίσαμε μια πολύ πολύ δύσκολη αλλά εξίσου αναγκαία για τον τόπο αλλά και όλα τα Βαλκάνια, ίσως και συμβολικά και για την Ευρώπη, σημαντική συμφωνία. Τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ήταν δύσκολη γιατί ήταν μια γροθιά στο μαχαίρι του εθνικισμού και της πατριδοκαπηλίας. Κάποιοι είπαν ότι δεν είχαμε κανένα λόγο να αναλάβουμε αυτήν την ευθύνη και αυτό το κόστος. Το πολιτικό κόστος. Διακινδυνεύσαμε σε μια κρίσιμη στιγμή την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, την κυβερνητική πλειοψηφία. Διακινδυνεύσαμε και μάλιστα λίγο πριν την έναρξη του εκλογικού κύκλου, λίγο πριν τις ευρωεκλογές, το όποιο πολιτικό κόστος. Κάποιοι δεν τόλμησαν να διακινδυνεύσουν πολύ μικρότερο κόστος και ας αυτοαποκαλούνται ως προοδευτικοί. Κάποιοι άλλοι επίσης, τόλμησαν και είναι σήμερα εδώ μαζί μας. Και το κόμμα του Μιλτιάδη Κύρκου και βεβαίως η ΔΗΜΑΡ του Θανάση Θεοχαρόπουλου. Εμείς τολμήσαμε ίσως λίγο παραπάνω. Το κόστος και το ρίσκο ήταν ίσως λίγο μεγαλύτερο. Γιατί το κάναμε αυτό; Γιατί; Γιατί ήμασταν βέβαιοι ότι λειτουργούμε με βάση τις αξίες και τις ιδέες μας και ήμασταν βέβαιοι ότι πράττουμε το πατριωτικό καθήκον γιατί τοποθετούμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Και τώρα λοιπόν, πιστέψτε με, και τώρα που προτείνουμε αυτήν την πλατιά συμπαράταξη, αντί της εύκολης οίησης, του εύκολου ηγεμονισμού, του σεχταρισμού , το πράττουμε γιατί και τώρα πιστεύουμε βαθιά ότι αυτή είναι η ανάγκη των καιρών και της ιστορίας. Γιατί πιστεύουμε ξανά ότι και με αυτή μας την πρόταση τοποθετούμαστε εκ νέου στη σωστή πλευρά της ιστορίας.
Σήμερα η Ευρώπη χρειάζεται μια πολιτική συμμαχία που θα βάλει φραγμό στην απόπειρα συλλογικής οπισθοδρόμησης που επιχειρεί η ακροδεξιά και ο νεοφιλελευθερισμός. Είναι ιστορική αναγκαιότητα αυτό.
Σήμερα η Ευρώπη χρειάζεται ένα ρεύμα προοδευτικών τομών, αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για να εγγυηθεί στους λαούς της μια καλύτερη προοπτική, ένα μέλλον με αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη. Είναι ιστορική αναγκαιότητα αυτό.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, με τόλμη. Δεν πειράζει αν διαφωνήσουμε. Ας κάνουμε όμως το πρώτο βήμα να μιλήσουμε. Ας μιλήσουμε με τόλμη τις επόμενες εβδομάδες και τους επόμενους μήνες. Πριν και αμέσως μετά τις ευρωεκλογές. Ας μιλήσουμε για την ανάγκη κοινής πορείας όλων όσοι δεν αρκούμαστε στη δικαίωση των αναλύσεων αλλά θέλουμε να αλλάξουμε τα πράγματα σήμερα, τώρα, πριν να είναι πολύ αργά.
Εμείς από την πλευρά μας, εκπροσωπώντας ένα κόμμα της αριστεράς που του έλαχαν μεγαλύτερες ιστορικές ευθύνες από όσες ποτέ μπορούσε να φανταστεί αλλά και έναν λαό που μας εμπιστεύτηκε δύο και τρεις φορές, έναν λαό που τόλμησε να εμπιστευτεί την αριστερά στα δύσκολα, είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τον ιστορικό ρόλο που μας αναλογεί στην πρώτη γραμμή αυτού του -υπαρξιακού και ταυτοτικού συνάμα- αγώνα για την Ευρώπη. Για την Ευρώπη, που μην το ξεχνάμε, τη γέννησαν οι μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες, τη γέννησε η πλούσια παράδοση στις τέχνες, τα γράμματα, τον πολιτισμό, η μακρά διαδρομή της σύγχρονης κριτικής σκέψης. Για την Ευρώπη των λαών, όπως συνηθίζουμε να λέμε εμείς, για την Ευρώπη των πολλών θα τολμήσω εγώ να πω. Για αυτή την Ευρώπη μπορούμε και πρέπει να το πετύχουμε. Αξίζει να το προσπαθήσουμε.
Σας ευχαριστώ θερμά.