Κομισιόν σε Νίκο Χουντή (ΛΑΕ) για την “παράβλεψη” των 600 εκ. € για το “Ελ.Βενιζέλος”: Οι ελληνικές αρχές αρμόδιες για την αξιολόγηση ευθυνών
– Ποιος φορέας της Ελληνικής Πολιτείας φέρει την ευθύνη για την τεράστια “παράβλεψη” των 600 εκ.€ που θα ζημίωναν το Ελληνικό Δημόσιο και θα κέρδιζαν οι παραχωρησιούχοι του “Ελ.Βενιζέλος”;
– Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο, είναι η απάντηση της Κομισιόν στην παραπάνω ερώτηση του ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας (ΛΑΕ), Νίκου Χουντή, σημειώνοντας ότι δεν είναι δική της αρμοδιότητα “να αξιολογήσει εάν και ποιοι φορείς ενδέχεται να φέρουν ευθύνη”, υποδεικνύοντας ότι, προφανώς, μία τέτοια “αξιολόγηση ευθυνών” θα πρέπει να γίνει από την ελληνική έννομη τάξη.
Πιο συγκεκριμένα, ο Έλληνας ευρωβουλευτής, στην ερώτησή του, αναφερόταν στη σκανδαλώδη υπόθεση της εικοσαετούς επέκτασης της σύμβασης του “Ελ. Βενιζέλος”, όπου, ενώ η ελληνική πλευρά είχε εκτιμήσει το τίμημα στα 600 εκ. € και είχε συμφωνήσει με τους αγοραστές, μετά την άμεση παρέμβαση της Κομισιόν, το ποσό αυτό διπλασιάστηκε, κάτι που δέχθηκαν χωρίς καμία αντίρρηση και οι ίδιοι οι αγοραστές!!!
ΔΗΛΑΔΗ, από την “παράβλεψη” αυτή, η Ελλάδα θα έχανε πάνω από 600 εκ. €, επ’ ωφελεία των αγοραστών-παραχωρησιούχων…
Ο ευρωβουλευτής της ΛΑΕ καλούσε την Κομισιόν να απαντήσει αν γνωρίζει “ποιος φορέας από ελληνικής πλευράς είχε την ευθύνη για το αρχικά χαμηλό ΣΥΜΦΩΝΗΘΕΝ τίμημα” και κυρίως, εάν γνωρίζει εάν έχει ξεκινήσει οιαδήποτε διαδικασία για τη διερεύνηση ευθυνών, με δεδομένο ότι, “σε κάθε ευνομούμενο κράτος, μια τέτοια τεράστια «παράβλεψη», ύψους πάνω από 600 εκ. ευρώ, θα προκαλούσε τουλάχιστον την παρέμβαση των εισαγγελικών αρχών”.
Η αρμόδια Επίτροπος Ανταγωνισμού της ΕΕ, κα Vestager, στην απάντησή της, αφού επισημαίνει ότι η αρχικά προσδιορισθείσα τιμή των 600 εκ. Ευρώ (με τον ΦΠΑ) “ήταν σύμφωνη με την εκτίμηση του εύρους τιμών από τους εκτιμητές που είχε προσλάβει το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) ως εξωτερικούς συμβούλους”, επιβεβαιώνει ότι μετά την παρέμβαση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, το τίμημα που θα καταβληθεί από την “Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών” αυξήθηκε σημαντικά στα 1,115 εκ. Ευρώ (ή 1,364 εκ. Ευρώ με ΦΠΑ), σημειώνει χαρακτηριστικά ότι μια σημαντική παράμετρος της αξιολόγησης ήταν η ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να γίνει η αποτίμηση.
Κλείνοντας την απάντησή της και απαντώντας στο ερώτημα περί ευθυνών, η Ευρωπαία Επίτροπος επισημαίνει ότι “δεν εμπίπτει στο πεδίο αξιολόγησης της Επιτροπής εάν και ποιοι φορείς ενδέχεται να φέρουν ευθύνη για την αρχική εκτίμηση των στοιχείων ενεργητικού”, αφήνοντας προφανώς να εννοηθεί ότι μία τέτοια διερεύνηση ευθυνών, αφορά στην εσωτερική έννομη τάξη.
Κατόπιν της ανωτέρω απάντησης, εξακολουθεί να υπάρχει το εύλογο ερώτημα:
Έχει κινηθεί οιαδήποτε διαδικασία από αρμόδιους Υπουργούς ή αυτεπάγγελτα από τη Δικαιοσύνη, για τη διερεύνηση ευθυνών, για το ποσό των πλέον των 600 εκ. Ευρώ που παρά λίγο να απολέσει η Ελλάδα, επ’ ωφελεία των “επενδυτών” του “Ελευθέριος Βενιζέλος”;
Περιμένουμε κάποια απάντηση…
Η πλήρης ερώτηση του Νίκου Χουντή και η απάντηση της κ. Vestager, έχουν ως εξής:
16 Οκτωβρίου 2018 | |
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης E-005270-18 προς την Επιτροπή Άρθρο 130 του Κανονισμού Nikolaos Chountis (GUE/NGL) |
Θέμα: Ευθύνες για το αρχικό τίμημα επέκτασης της σύμβασης παραχώρησης του αεροδρομίου «Ελ. Βενιζέλος» | |
Έκπληξη και οργή προκαλεί στην ελληνική κοινωνία το γεγονός ότι, με τη διαπραγμάτευση που ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2017 για επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» («ΔΑΑ») κατά 20 χρόνια, ΔΑΑ και ΤΑΙΠΕΔ συμφώνησαν σε τίμημα ύψους 600 εκ. ευρώ, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής (DG COMP), η οποία θεώρησε το τίμημα ιδιαίτερα χαμηλό, επικαλούμενη βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα, αύξηση των αφίξεων στον ΔΑΑ κ.λπ.
Τελικά, κατόπιν παρέμβασης της DG COMP τον Ιούνιο του 2018, οι μέτοχοι του ΔΑΑ συμφώνησαν, χωρίς να προβάλουν καμία αντίρρηση, με το ΤΑΙΠΕΔ σε αντίτιμο ύψους 1,364 δισ. ευρώ, μαζί με τον ΦΠΑ, δηλαδή ποσό διπλάσιο του αρχικά συμφωνηθέντος. Κατόπιν των ανωτέρω και ανεξάρτητα από τη γνώμη που κάποιος έχει για τις αποκρατικοποιήσεις και τις παραχωρήσεις δημόσιας περιουσίας, ερωτάται η Επιτροπή: Ποιος φορέας από ελληνικής πλευράς, είχε την ευθύνη για το αρχικά τόσο χαμηλό συμφωνηθέν τίμημα των 600 εκ. ευρώ; Γνωρίζει εάν έχει ξεκινήσει οιαδήποτε διαδικασία εις βάρος των αρχικών «διαπραγματευτών», με δεδομένο ότι, σε κάθε ευνομούμενο κράτος, μια τέτοια τεράστια «παράβλεψη», ύψους πάνω από 600 εκ. ευρώ, θα προκαλούσε τουλάχιστον την παρέμβαση των εισαγγελικών αρχών;
Απάντηση της κ. Vestager εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Αριθμός αναφοράς της ερώτησης: E-005270/2018 Η συμφωνία επέκτασης που είχε κοινοποιηθεί εκ των προτέρων στην Επιτροπή, τον Ιούνιο του 2017, για την ανάλυση των κρατικών ενισχύσεων προέβλεπε την καταβολή 484 εκατ. ευρώ [χωρίς τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) ή 600 εκατ. ευρώ με ΦΠΑ] για την 20ετή επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του διεθνούς αερολιμένα Αθηνών. Η τιμή αυτή ήταν σύμφωνη με την εκτίμηση του εύρους τιμών από τους εκτιμητές που είχε προσλάβει το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) ως εξωτερικούς συμβούλους. Δεδομένου ότι το προσφερθέν τίμημα από την εταιρεία Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών Ελευθέριος Βενιζέλος (ΔΑΑ) δεν προέκυψε από δημόσιο διαγωνισμό ώστε η τιμή να προσεγγίζει την αγοραία τιμή, η Επιτροπή έπρεπε να αξιολογήσει κατά πόσον η τιμή που πρόκειται να καταβληθεί στην Ελλάδα για την επέκταση της σύμβασης παραχώρησης είναι σύμφωνη με τις συνθήκες της αγοράς με βάση τα οικονομικά και επιχειρηματικά χαρακτηριστικά της συναλλαγής, με τρόπο που να διασφαλίζεται ότι η Ελλάδα θα συμπεριφερθεί όπως ένας ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς σε παρόμοια περίσταση. Μια σημαντική παράμετρος της αξιολόγησης αυτής είναι η ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να γίνει η αποτίμηση. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η ημερομηνία αποτίμησης έπρεπε να καθοριστεί τον Σεπτέμβριο του 2017, δηλαδή την ημερομηνία από την οποία η Ελλάδα ανέλαβε νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις έναντι του παραχωρησιούχου, και όχι τον Μάιο του 2017 που έγινε η αρχική αποτίμηση. Ως εκ τούτου, τα επιχειρηματικά και οικονομικά στοιχεία και οι υποθέσεις έπρεπε να βασίζονται σε πληροφορίες σχετικά κοντά στην ημερομηνία αυτή. Η Ελλάδα συνεργάσθηκε στενά με την Επιτροπή σε αυτήν την υπόθεση για τον καθορισμό της κατάλληλης αγοραίας αξίας της επεκτεινόμενης σύμβασης παραχώρησης και, μετά από αρκετούς γύρους συζητήσεων, το τίμημα που θα καταβληθεί από την ΔΑΑ αυξήθηκε σημαντικά, φτάνοντας τα 1,115 εκατ. ευρώ (χωρίς ΦΠΑ). Υπό το πρίσμα αυτής της αύξησης, μετά την κοινοποίηση της προτεινόμενης συμφωνίας επέκτασης από την Ελλάδα για ασφάλεια δικαίου, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση στις 12 Δεκεμβρίου 2018 στην οποία διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση στην επεκτεινόμενη σύμβαση παραχώρησης, δεδομένου ότι το τίμημα που θα καταβάλει η ΔΑΑ ανταποκρίνεται στις συνθήκες της αγοράς. Βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, δεν εμπίπτει στο πεδίο αξιολόγησης της Επιτροπής εάν και ποιοι φορείς ενδέχεται να φέρουν ευθύνη για την αρχική εκτίμηση των στοιχείων ενεργητικού. Εφόσον η τελική εκδοχή του κοινοποιηθέντος μέτρου είναι σύμφωνη με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να την εγκρίνει. |