Πρωτολογία του Πρωθυπουργού, κατά τη συζήτηση στη Βουλή, του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εργασίας, για την κατάργηση των διατάξεων περί μείωσης των συντάξεων

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σήμερα είναι μία, θα έλεγα, χαρμόσυνη μέρα για εκατομμύρια συμπολίτες μας. Και χαίρομαι γιατί έμαθα ότι θα είναι αυτή τη φορά μαζί μας και ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης -φαντάζομαι ότι θα με ακούει, του ζήτησα κι εγώ να είναι εδώ την ώρα που θα είμαι κι εγώ, θα τον ακούσω κι εγώ- διότι, ξέρετε, πριν από λίγες μόνο ημέρες δεν υπήρχε ομιλία που να ξεκινάει χωρίς να αναφέρεται στην πρόβλεψή του για την περικοπή των συντάξεων.

Χαίρομαι που τώρα είμαστε όλοι μαζί, γιατί φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει Βουλευτής της Αντιπολίτευσης που δεν θα μοιραστεί μαζί μας αυτή τη χαρά να ψηφίσει «ναι σε όλα» σε ένα ακόμη φιλολαϊκό σχέδιο που φέρνουμε στη Βουλή.

Γιατί, όταν εμείς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είπαμε στις 21 του περασμένου Αυγούστου ότι τελειώνουν επιτέλους μετά από οκτώ χρόνια τα μνημόνια, δεν το είπαμε στον αέρα. Είχαμε ήδη επεξεργαστεί και ιεραρχήσει τις άμεσες παρεμβάσεις, ώστε αμέσως μετά τη λήξη του Προγράμματος να μπουν οι βάσεις της νέας εποχής. Είχαμε φυσικά απόλυτη γνώση και απόλυτο έλεγχο της δημοσιονομικής κατάστασης και του απαραίτητου χώρου που διαθέτουμε προς αξιοποίηση, διότι έτσι πρέπει να πορεύεται μια σοβαρή και υπεύθυνη κυβέρνηση.

Το λέω αυτό διότι κάποιοι τις τελευταίες ημέρες επιμένουν να μην κατανοούν ότι κάθε μας βήμα εντάσσεται σε έναν σαφή και συγκεκριμένο σχεδιασμό και μιλούν περί παροχολογίας και μιλούν για δωράκια ενόψει των Χριστουγέννων. Αναφέρομαι, βεβαίως, τόσο στην Αξιωματική Αντιπολίτευση όσο και στους συμπαραστάτες της, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και σε πολλούς άλλους δημοσιολογούντες.

Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο, πράγματι, να μπω στην ουσία αυτού του παραλογισμού. Θέλω μονάχα να σταθώ στον εξαιρετικά προσβλητικό, κατά την άποψή μου, χαρακτηρισμό περί παροχολογίας. Είναι προσβλητικός όχι απέναντι στην Κυβέρνηση, αλλά απέναντι στους πολίτες αυτής της χώρας που επί πολλά χρόνια στερήθηκαν βασικών αγαθών, επειδή κάποιοι που κυβέρνησαν για δεκαετίες, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, κατάφεραν -διότι περί κατορθώματος επρόκειτο- να ρίξουν τη χώρα στα βράχια της χρεοκοπίας.

Και σας έβλεπαν αυτοί οι πολίτες να ψηφίζετε «ναι σε όλα» μόνο σε περικοπές στα εισοδήματά τους, στις συντάξεις τους, περικοπές που εσείς φέρνατε για πολλά χρόνια. Και αυτοί οι πολίτες έρχεται σήμερα η ώρα να ανταμειφθούν για τις θυσίες τους και, άρα, είναι ύβρις απέναντί τους να ομιλείτε περί παροχολογίας και περί δώρων που κάνουμε στους πολίτες που βρίσκονται στη μεγαλύτερη ανάγκη, διότι αυτά δεν είναι δώρα, αλλά είναι αναγκαίες ανάσες και δίκαιες παρεμβάσεις για τον κόσμο της δουλειάς, για τον κόσμο του μόχθου, για τους απόμαχους της βιοπάλης που είδαν τα τελευταία χρόνια τις συντάξεις τους να βυθίζονται, δυστυχώς, όμως, μαζί με αυτές να βυθίζεται και η δική τους αξιοπρέπεια.

Εμείς, λοιπόν, παροχές δεν κάνουμε, αλλά αποκαθιστούμε τις αδικίες που γέννησε η σκληρή και πρωτόγνωρη λιτότητα των ημερών σας τώρα, που με ασφάλεια έχουμε τη δυνατότητα να το κάνουμε αυτό, αφού ανορθώσαμε πρωτίστως την οικονομία και επιστρέφουμε σταδιακά σε εκείνους που επλήγησαν από την κρίση και τα μνημόνια αυτά που στερήθηκαν για χρόνια άδικα. Γι’ αυτό, λοιπόν, καλό θα ήταν όσοι αναμασάτε αυτή την καραμέλα «περί παροχολογίας και δώρων» να δείξετε λίγο σεβασμό όχι σε μας, αλλά σε αυτούς τους ανθρώπους.

Θέλω να ξεκινήσω, λοιπόν, την τοποθέτησή μου επί του νομοσχεδίου από την πρώτη  παρέμβαση που φέρνουμε ενώπιον της Βουλής, παρέμβαση που αφορά την έμπρακτη στήριξη κατά κανόνα ανθρώπων της τρίτης ηλικίας, ανθρώπων που αντιμετωπίζουν κινητικά ή άλλα ειδικά προβλήματα και είτε ζουν μόνοι, μη μπορώντας να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες τους είτε η οικογένειά τους αντιμετωπίζει αντικειμενική αδυναμία να τους παρέχει πλήρη φροντίδα.

Προχωράμε, λοιπόν, σήμερα, όπως εξήγγειλα τον Σεπτέμβρη στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, στην πρόσληψη τριών χιλιάδων διακοσίων εργαζομένων για το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι».

Πρόκειται για θέσεις μόνιμου προσωπικού οι οποίες θα καλυφθούν μέσω ΑΣΕΠ και θα κατανεμηθούν στις δομές των δήμων όλης της χώρας και η προκήρυξη θα γίνει άμεσα και με μέριμνα να αναγνωρισθεί στον μέγιστο βαθμό η προϋπηρεσία και η εμπειρία. Και θα έλεγα ότι πρόκειται για μια πράξη ευθύνης, τόσο έναντι των συμπολιτών μας που έχουν απόλυτη ανάγκη της φροντίδας που παρέχει αυτό το πρόγραμμα όσο, όμως, και έναντι των εργαζομένων που για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια επιτελούν πολύτιμο κοινωνικό έργο και βρίσκονται στον αέρα, με συμβάσεις που καλύπτονται είτε από προγράμματα ΕΣΠΑ, είτε από ειδικούς λογαριασμούς, είτε από άλλες πηγές χρηματοδότησης.

Αυτό, λοιπόν, σήμερα τελειώνει. Μόνιμο προσωπικό, σταθερές θέσεις εργασίας, ουσιαστική αναβάθμιση ενός προγράμματος που παρέχει κοινωνική φροντίδα σε χιλιάδες συνανθρώπους μας. Ούτε αυτή, λοιπόν, είναι -με την έννοια που εσείς θεωρείτε- παροχή ή δώρο, αλλά είναι μία καίρια κοινωνική παρέμβαση. Ούτε αποτελεί επιλογή διόγκωσης του κράτους, όπως μας καταγγέλλετε.

Η δεύτερη παρέμβαση στην οποία θέλω να σταθώ αφορά τη νέα γενιά, τις νέες και τους νέους μέχρι είκοσι πέντε ετών, που ειδικά στα χρόνια της κρίσης βίωσαν το σκληρό πρόσωπο της εκμετάλλευσης στην εργασία και μάλιστα το βίωσαν αυτό το σκληρό πρόσωπο και με τη βούλα του νόμου. Μιλώ φυσικά για τις παρεμβάσεις που οδήγησαν στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, κυρίως όμως ομιλώ για το επαίσχυντο καθεστώς του υποκατώτατου μισθού, γι’ αυτήν την απαράδεκτη μισθολογική διάκριση εις βάρος της νέας γενιάς.

Και θέλω σε αυτό το σημείο, κύριε Μητσοτάκη, να σας πω κάτι, διότι υποπέσατε πρόσφατα σε ένα πολύ σοβαρό ατόπημα και όχι μάλιστα εν τη ρύμη του λόγου σας, αλλά ήταν γραπτό. Θα σας το συγχωρούσα, όπως δεκάδες άλλα, αν δεν ήταν τόσο εξοργιστικό για μια γενιά που η παράταξή σας, εσείς, την αναγκάσατε να δουλεύει για χαρτζιλίκια, την αναγκάσατε να δουλεύει ανασφάλιστη, με χαμηλότερο μισθό και χωρίς στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα.

Είπατε, λοιπόν, μέσω tweet το εξής: «Οι νέοι δεν πιστεύουν ότι θα πάρουν ποτέ σύνταξη, γι’ αυτό και συχνά επιλέγουν –προσέξτε τη φράση-  να εργάζονται, χωρίς ασφάλιση.»

Ακούστε, κύριε Μητσοτάκη, κανένας νέος άνθρωπος στον τόπο μας δεν επιλέγει να εργάζεται ανασφάλιστος. Αναγκάζεται να εργάζεται ανασφάλιστος.

Και αναγκάζεται, γιατί ο εργοδότης του δεν είχε δει ποτέ τον ελεγκτή του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και προφανώς ένιωθε την άνεση να επιβάλει τους χειρότερους δυνατούς όρους στον εργαζόμενό του, χωρίς κανένα κόστος. Αναγκάζεται, γιατί ζει σε μια χώρα που εσείς την οδηγήσατε τα πρώτα δυο μνημονιακά χρόνια να έχει φθάσει η ανεργία των νέων μέχρι είκοσι πέντε ετών στο 60%. Και, βεβαίως, όταν η ανεργία των νέων είναι στο 60%, οποιαδήποτε ευκαιρία έχει μπροστά του θα την πιάσει από τα μαλλιά, ακόμα και την τελευταία εργασιακή ευκαιρία, με τη στοιχειώδη αμοιβή. Αναγκάζεται, γιατί όταν ζει σε μια χώρα, όπως αυτή που ήταν τα χρόνια που κυβερνούσατε, που η Κυβέρνηση καταργεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και επιβάλλει τον νόμο της ζούγκλας στην αγορά εργασίας, προφανώς κανένας νέος άνθρωπος δεν νιώθει την παραμικρή προστασία από την πλευρά της πολιτείας απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία.

Θα σας πρότεινα, λοιπόν, να μην βαφτίσετε τον δικό σας πολιτικό κυνισμό ως επιλογή των νέων ανθρώπων. Άλλωστε, τα πεπραγμένα σας είναι γνωστά. Είναι γνωστή η ζημιά που έχετε κάνει σε μια ολόκληρη γενιά, για να μας λέτε σήμερα με θράσος, θα έλεγα, ότι είναι επιλογή για τους νέους ανθρώπους να δουλεύουν ανασφάλιστοι.

Εμείς, από την άλλη, προσπαθήσαμε όλα αυτά τα χρόνια, ταυτόχρονα με τη σκληρή και δύσκολη προσπάθεια ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας, να δουλέψουμε με σχέδιο και μεθοδικότητα, ώστε να αλλάξουμε αυτή την εικόνα, αυτή την κατάσταση της ακραίας εργασιακής εκμετάλλευσης που βιώνουν οι νέες και οι νέοι στη χώρα μας. Πλέον, το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, ξέρετε, δεν είναι μια ταμπέλα. Γίνονται πραγματικοί έλεγχοι και πέφτουν πρόστιμα. Οι παραβάτες αυτό το γνωρίζουν, διότι πληρώνουν ήδη ακριβά.

Η  αδήλωτη και υποδηλωμένη εργασία στη χώρα μας στα τρία τελευταία χρόνια έπεσε από το 20% που ήταν, στο 12% και αυτό είναι μια σημαντική κατάκτηση. Σε χώρους δουλειάς, όπου το ωράριο είχε γίνει «λάστιχο», πλέον το οκτάωρο έχει γίνει κανονικότητα λόγω των συχνών ελέγχων και αυτό είναι μια σημαντική κατάκτηση της δικής μας Κυβέρνησης, που θέλει να στέκεται δίπλα στους ανθρώπους του μόχθου, στις νέες και τους νέους που εργάζονται σε αντίξοες συνθήκες.

Και συνεχίζουμε στην ίδια πορεία. Καταργούμε τον υποκατώτατο μισθό, ο οποίος θα ανέλθει στο ύψος του νέου αυξημένου γενικού κατώτατου μισθού το επόμενο διάστημα. Σήμερα νομοθετούμε την επιδότηση του 50% των ασφαλιστικών εισφορών για την κύρια σύνταξη που καταβάλουν οι εργοδότες για νέους εργαζόμενους έως την ηλικία των είκοσι πέντε ετών, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την έμπρακτη στήριξή μας στις νέες και στους νέους της μισθωτής εργασίας και παράλληλα στέλνοντας και ένα σαφές μήνυμα προς τους εργοδότες εκείνους, οι οποίοι ευλόγως ενδεχομένως να ανησυχούν από την επερχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού και τους λέμε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας, από τη στιγμή μάλιστα που η αύξηση του μισθού συνεπάγεται και άμεση θετική επίδραση στην ιδιωτική κατανάλωση.

Καμία ανησυχία, λοιπόν, σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αλλά και κανένα άλλοθι παράλληλα, από τη στιγμή που η πολιτεία αναλαμβάνει να επιδοτήσει κατά το ήμισυ τις εισφορές των νέων εργαζομένων. Κανένα άλλοθι για όσους θέλουν να διατηρήσουν ένα βαθιά αντικοινωνικό καθεστώς εκμετάλλευσης για χιλιάδες νέες και νέους στη χώρα μας.

Καταλαβαίνω, όμως, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, ότι στη σημερινή συνεδρίαση τα μάτια των περισσότερων απ’ όσους μας βλέπουν και τα αυτιά όσων μας ακούν είναι στραμμένα στον τίτλο του νομοσχεδίου που συζητούμε σήμερα. Και ο τίτλος είναι «Κατάργηση των διατάξεων περί μείωσης συντάξεων».

Ξέρω, μάλιστα ότι είναι πολλοί αυτοί, οι οποίοι θα τρίβουν τα μάτια τους με αυτό τον τίτλο. Δεν αναφέρομαι, βεβαίως, στους χιλιάδες των συνταξιούχων που σήμερα θα χαμογελούν, αλλά σε κάποιους εντός και εκτός της Αίθουσας, οι οποίοι -έχω πει κι άλλη φορά- είναι όπως ο τζογαδόρος στη ρουλέτα που ποντάρει ακόμα και τα ρούχα που φοράει στο τελευταίο γύρο. Έτσι κι αυτοί, πόνταραν πολιτικά ό,τι είχαν και δεν είχαν στο μαύρο. Τελικά, βγήκε κόκκινο και έχασαν.

Σας το είχαμε πει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο: Μη βιάζεστε τόσο πολύ με το θέμα των συντάξεων. Εσείς βιαστήκατε και τα επενδύσετε όλα εκεί. Όπως είχατε –σας θυμίζω- επενδύσει στον περίφημο «κόφτη» και στην κατάρρευση της πρώτης και της δεύτερης αξιολόγησης, όπως είχατε επενδύσει και προεξοφλήσει το τέταρτο μνημόνιο, έτσι επενδύσατε τα πάντα σχεδόν και στην περικοπή των συντάξεων.

Όταν, όμως, καταλάβετε ότι η πραγμάτευση θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα για τους συνταξιούχους, γιατί είχαμε εξασφαλίζει την επίτευξη των στόχων και το μόνο που έμενε ήταν η επιμονή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τότε κάνατε ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος: να επιμείνετε πεισματικά σε αυτή τη λογική και την επιμονή. Έτσι, χάσατε όχι μόνο τις προβλέψεις σας, την αξιοπιστία σας, αλλά και την πολιτική σας αξιοπρέπεια.

 Φιλικά σε εσάς μέσα ενημέρωσης έγραψαν κατά σειρά για απαρέγκλιτη εφαρμογή του μέτρου, αργότερα για μερική εφαρμογή του μέτρου, μετά για αναβολή και για αναστολή. Άλλα ανακάλυψαν φραγμό στα σχέδια της Κυβέρνησης από το Euroworking Group, από το Eurogroup, από το Βερολίνο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που θα στυλώσει τα πόδια, από τους θεσμούς που θα είναι όλοι μία φωνή απέναντι μας. Μόνοι σας τα λέγατε. Μόνοι σας τα ακούγατε. Μόνοι σας τα πιστεύατε.

Μάλιστα, λίγο παλιότερα, όταν ακόμα δεν είχε αρχίσει να διαφαίνεται η προοπτική της ευτυχούς, της επιτυχούς εξέλιξης πραγματοποιήσατε και ταξίδια στο Βερολίνο, μπας και εκμαιεύσετε μία φράση, ένα χτύπημα στην πλάτη, κάτι που να σας δείχνει ότι η Γερμανία θα πιέσει για την εφαρμογή των περικοπών. Όπως πήγατε, έτσι και γυρίσατε, με άδεια χέρια.

Όταν, όμως, ήρθε στην Αίθουσα της Γερουσίας ο Επίτροπος Οικονομικών, ο κ. Μοσκοβισί και τοποθετήθηκε σοφά, όπως αποδείχθηκε, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην εφαρμοστούν οι περικοπές στις συντάξεις, τότε τα στελέχη σας τον πέρασαν γενεές δεκατέσσερις. Μεταξύ αυτών, ήταν και ο κ. Χατζηδάκης, αν δεν κάνω λάθος, ο οποίος εκπροσωπούσε σε εκείνη τη συνεδρίαση την Αξιωματική Αντιπολίτευση, αλλά κι εσείς ο ίδιος, κύριε Μητσοτάκη, με τις δηλώσεις σας αμέσως μετά. Για να μην αναφερθώ καν στο τι του έσυραν τα μιντιακά συγκροτήματα που σας στηρίζουν. Τι Συριζαίο τον είπατε -καλά το «σοσιαλιστής» πάει-, αντάρτη του Νεπάλ τον είπατε, τον εμφανίσατε τον Επίτροπο Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επειδή τόλμησε να σας χαλάσει το αφήγημα πάνω στο οποίο είχατε ποντάρει πολύ μεγάλο μέρος της πολιτικής σας στρατηγικής.

Σήμερα, λοιπόν, ήρθε η μέρα που ξορκίζατε, αφού όμως πρώτα πέσατε τόσο χαμηλά, αφού φτάσατε στο σημείο εκείνο να εύχεστε να μειωθούν οι συντάξεις  για να κεφαλαιοποιήσετε πολιτικά πάνω στο δράμα των συνταξιούχων, των συμπολιτών μας.  Ήρθε, λοιπόν, η ώρα τώρα να ψηφίσετε κι εσείς με μεγάλη δική μας χαρά και με τα δύο χέρια την κατάργηση του μέτρου αυτού. Ήρθε η ώρα να πείτε «ναι σε όλα» και σε ένα θετικό μέτρο.

Θέλω, όμως, να σας πω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι αυτή η εξέλιξη δεν ήταν καθόλου αυτονόητο ότι θα συμβεί και καθόλου εύκολο να συμβεί. Για να μην καταλογίζω μεγαλύτερες ευθύνες από όσες έχει η Αντιπολίτευση, ορθώς πίστεψε κάποια στιγμή ότι δεν θα το καταφέρναμε να γυρίσουμε το παιχνίδι, αλλά πολύ λανθασμένα και ηθικά και πολιτικά, κατά τη γνώμη μου, επέλεξε να ποντάρει σε αυτό. Το λέω αυτό διότι ήταν μία δύσκολη προσπάθεια, διότι εργαστήκαμε μεθοδικά ώστε να αποδείξουμε στους εταίρους μας ότι το μέτρο αυτό ήταν αχρείαστο και να φτάσουμε στο σημερινό σημείο.

Θέλω, όμως, αλήθεια, ανεξαρτήτως της στάσης που επέλεξε και για την οποία κρίνεται ο κ. Μητσοτάκης και η Αντιπολίτευση στο θέμα αυτό, να αναρωτηθώ και να αναρωτηθεί και ο κάθε πολίτης που μας ακούει: Η Νέα Δημοκρατία μαζί με το  ΠΑΣΟΚ δεν είναι τα κόμματα που ιδίως στο πρώτο, αλλά και στο δεύτερο μνημόνιο, ισοπέδωσαν τις συντάξεις με οριζόντιες περικοπές έως και 50% και συνολικό ύψος 45 δισεκατομμύρια ευρώ; Αυτοί δεν είναι που παρακαλάγανε να εφαρμοστεί το μέτρο; Αυτοί δεν είναι που σε κάθε στροφή απεδείκνυαν ότι οι απόψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που εμπνεύστηκε και επέβαλε αυτό το μέτρο, είναι απόψεις όμορες με τις δικές τους απόψεις; Αυτοί είναι.

Άρα, λοιπόν, αν στη θέση τη δική μας, που δώσαμε αυτή τη μάχη έναν χρόνο τώρα, βρισκόταν μια κυβέρνηση όπως οι προηγούμενες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, υπήρχε έστω η παραμικρή πιθανότητα να πετυχαίνανε την κατάργηση αυτού του μέτρου; Ούτε η παραμικρή πιθανότητα δεν υπήρχε!

Εσείς, κύριε Μητσοτάκη, δεν ποντάρατε μονάχα στα πολιτικά οφέλη των περικοπών. Το πρόβλημα με εσάς -και δεν το κρύβετε όταν αναγκάζεστε να μιλήσετε προγραμματικά- είναι ότι συμφωνείτε ιδεολογικά και πολιτικά με αυτό το μέτρο. Εσείς είστε αυτός, άλλωστε, που σε κάθε σας ομιλία για το ασφαλιστικό σύστημα διατρανώνετε την ανάγκη να εφαρμοστεί ο τρίτος πυλώνας της ιδιωτικής ασφάλισης. Και εσείς βεβαίως, ως Κυβέρνηση, ήσασταν αυτοί που χρεοκόπησαν τα ταμεία, δημιουργώντας μία εφιαλτική κατάσταση για τη βιωσιμότητά τους.

Παραδώσατε, σας θυμίζω, τα ασφαλιστικά ταμεία με ένα θηριώδες έλλειμμα ύψους 1,1 δισεκατομμυρίου ευρώ και με τετρακόσιες χιλιάδες απλήρωτες συντάξεις και εφάπαξ. Αυτή την εικόνα παραλάβαμε. Και μάλιστα όχι μόνο προκαλέσατε την κατάρρευση των ταμείων, αλλά αντισταθήκατε με σθένος και στην προσπάθεια που κάναμε, την μοναδική ουσιαστική προσπάθεια, για ένα ταμείο, που θα δημιουργούσε ένα δίκαιο και βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.

Θυμάστε τι λέγατε τότε που ψηφίζαμε το νέο ασφαλιστικό, τον Νόμο Κατρούγκαλου, όπως τον βαφτίσατε, για τον οποίο μάλιστα επινοήσατε και το λεγόμενο «κίνημα της γραβάτας», για να αποδειχθεί η δήθεν πάνδημη αντίθεση του κόσμου σε αυτήν τη μεταρρύθμιση; Τι έμεινε από αυτόν τον ορυμαγδό, πέρα από τη διαρκή αναπαραγωγή της προπαγάνδας περί οριζόντιων περικοπών, εκτόξευσης των εισφορών και κατάρρευσης των ταμείων; Αυτό που έμεινε είναι η πραγματικότητα.

Και τι δείχνει η πραγματικότητα; Πρώτον, ότι το ποσοστό των μη μισθωτών ασφαλισμένων που κλήθηκαν τους πρώτους μήνες του 2018 να πληρώσουν εισφορές μέχρι 200 ευρώ, ανήλθε στο 88%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2006, οπότε και ισχύει ακόμα το παλιό σύστημα των ασφαλιστικών κλάσεων, ήταν μόλις 27%. Με δυο λόγια, πριν τον νόμο που δήθεν θα εκτόξευε τις εισφορές, πλήρωναν μέχρι 200 ευρώ σχεδόν τρεις στους δέκα ασφαλισμένους, ενώ σήμερα, με το νέο πλαίσιο, πληρώνουν μέχρι 200 ευρώ εννιά στους δέκα ασφαλισμένους.

Δεύτερον, τα καταρρέοντα ταμεία που παραλάβαμε ενοποιήθηκαν -επιτέλους, ενοποιήθηκαν- και τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Ο πρώτος χρόνος λειτουργίας του ΕΦΚΑ ολοκληρώθηκε με θετικό οικονομικό αποτέλεσμα ύψους 777 εκατομμυρίων ευρώ έναντι εκτιμώμενου ελλείμματος 765 εκατομμυρίων ευρώ. Αντιστρέψαμε, λοιπόν, την εικόνα πλήρως. Είχαμε μια θετική απόκλιση της τάξης του 1 δισεκατομμυρίου και χάρη σε αυτήν τη θετική απόκλιση καταφέραμε αυτήν την εικόνα των πλεονασμάτων και της θετικής απόδοσης της οικονομίας, ενώ στην ίδια κατεύθυνση με ακόμα μεγαλύτερο πλεόνασμα κλείνει και η φετινή χρονιά, πράγμα που πιστοποιεί την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας.

Τρίτο στοιχείο. Και εδώ νομίζω ότι αποτυπώνεται η πιο εκκωφαντική  κατάρρευση της προπαγάνδας σας για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του ασφαλιστικού, που νομοθετήσαμε το 2016, από 1.1.2019 εξακόσιοι είκοσι χιλιάδες πολίτες -δεν είναι λίγοι-, εξακόσιοι είκοσι χιλιάδες συνταξιούχοι που μας ακούνε σήμερα, θα δουν όχι μειώσεις, αλλά αυξήσεις στις συντάξεις τους, τις πρώτες αυξήσεις μετά τη λαίλαπα των μνημονίων που εσείς φέρατε στη χώρα.

Εξακόσιοι είκοσι χιλιάδες κύριες συντάξεις θα είναι από την 1η του Γενάρη αυξημένες μετά τον επανυπολογισμό με βάση το νέο πλαίσιο.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σήμερα αναδεικνύεται για άλλη μια φορά τόσο η προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας να επενδύσει στην καταστροφή και το ψέμα όσο, όμως, και οι βαθιές ιδεολογικές και πολιτικές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της Κυβέρνησής μας και της Νέας Δημοκρατίας του κυρίου Μητσοτάκη.

Από τη μια μεριά, η κατάργηση της περικοπής των συντάξεων που μας επέβαλε αχρείαστα, όπως αποδείχθηκε, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά και οι αυξήσεις σε εξακόσιους είκοσι χιλιάδες συνταξιούχους, όχι αμελητέες αυξήσεις.

Από την άλλη μεριά, ποια είναι η πρόταση Νέας Δημοκρατίας; Δεν θα αναφερθώ σε δίκη προθέσεων. Ο ελληνικός λαός μας παρακολούθησε όλο αυτό το διάστημα και κρίνει πως κινηθήκαμε όλοι. Θα αναφερθώ στις θέσεις σας, στις προγραμματικές σας θέσεις.

Από την άλλη μεριά, λοιπόν, υπάρχει η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για το λεγόμενο ασφαλιστικό τύπου Πινοσέτ, που θέτει σε διακινδύνευση τις επικουρικές συντάξεις δυόμισι εκατομμυρίων συμπολιτών μας, καθώς ο λεγόμενος κουμπαράς σας θα διακόψει τη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων και είτε θα τινάξει ξανά τον προϋπολογισμό στον αέρα είτε θα οδηγήσει σε πλήρη εξαφάνιση των επικουρικών συντάξεων.

Από τη μια μεριά, είναι η δική μας διακηρυγμένη πρόθεση που έχει ήδη ξεκινήσει και θα γίνει πράξη τους πρώτους μήνες για την αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων που έχει ήδη γίνει πράξη και, βεβαίως, η αποκατάσταση της κανονικότητας στην εργασία.

Από τη δική σας πλευρά, από τη δική σας μεριά, η πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η ανασφάλιστη και η «μαύρη» εργασία, η επιστροφή στο μνημονιακό εργασιακό σκοτάδι.

Από τη δική μας πλευρά, η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, η ενίσχυση της δημόσιας υγείας και της πρόνοιας, με αύξηση της χρηματοδότησης από αυτό που μπορούμε, αλλά και με προσλήψεις, αξιοποιώντας κάθε χαραμάδα που υπάρχει, όχι για να φτιάξουμε μεγάλο κράτος, όπως λέτε, αλλά για να στηρίξουμε τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη με κοινωνικές παροχές υγείας και πρόνοιας.

Από τη δική σας πλευρά, οι απολύσεις, η εκχώρηση υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα, η κατάργηση της δωρεάν περίθαλψης των ανασφαλίστων, η μετατροπή του κανόνα ένα προς ένα, όπως με κόπο στη διαπραγμάτευση καταφέραμε να φτάσουμε για καθεμία αποχώρηση να έχουμε μία πρόσληψη, ξανά στο ένα προς πέντε. Δηλαδή, για κάθε πέντε αποχωρήσεις να έχουμε μία πρόσληψη. Και πάλι, δηλαδή, επιστροφή στο μνημονιακό σκοτάδι.

Φαίνεται, κύριε Μητσοτάκη, ότι τα μνημόνια τελείωσαν για τον τόπο χάρη στη σκληρή προσπάθεια που καταβάλαμε, αλλά εσείς είστε αυτός που θέλετε να τα ξαναγυρίσετε πίσω, διότι επιθυμείτε να τα εφαρμόζετε οικειοθελώς, χωρίς την επιβολή των δανειστών. Ε, λοιπόν, δεν θα σας κάνουμε τη χάρη! Ο ελληνικός λαός δεν θα σας κάνει τη χάρη να ξαναφέρετε πίσω τις σκληρές μνημονιακές εποχές, τα μνημόνια και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο!

Εσείς θέλετε, βεβαίως, να ψηφίζετε με το μυαλό σας συγκεντρωμένο σε μία ελίτ, σε κάποια κρατικοδίαιτα επιχειρηματικά συμφέροντα, που έχουν μεγάλη ευθύνη για τη χρεοκοπία του τόπου.

Εμείς και σήμερα ψηφίζουμε με το μυαλό συγκεντρωμένο στους πολλούς, στα εκατομμύρια των συμπολιτών μας, που σήμερα αισθάνονται πραγματικά ανακούφιση για την κατάργηση των περικοπών στις συντάξεις, με το μυαλό σε αυτούς που τώρα που τελειώνει ο χρόνος και ιδιαίτερα στην αρχή του νέου χρόνου θα δουν σημαντικές αυξήσεις στο εισόδημά τους και φυσικά, με το μυαλό στα τριάμισι εκατομμύρια των συμπολιτών μας που θα δουν στις 14 του μήνα και στις 28 του μήνα από 200 ευρώ έως 1.200 ευρώ στον λογαριασμό τους μέρισμα από το συνολικό ποσό των 710 εκατομμυρίων ευρώ που εξασφαλίσαμε χάρη στην υπεραπόδοση της οικονομίας.

Όλοι αυτοί, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα περάσουν γιορτές, όπως τους αξίζει, με περισσότερη ελπίδα και προσμονή. Για κάποιους άλλους που πόνταραν στην καταστροφή ενδεχομένως να έρχονται πιο δύσκολες μέρες. Εγώ θα θυμηθώ τη ρήση του συμπαθέστατου Φινλανδού Επιτρόπου Όλι Ρεν, που είπε «καλό κουράγιο» στον ελληνικό λαό σε μια δύσκολη στιγμή. Εγώ θα πω σήμερα «καλό κουράγιο» στους Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που θα ψηφίσουν μαζί μας «ΝΑΙ» σε όλα, στην κατάργηση πάλι ενός απεχθούς μέτρου που επέβαλαν στον ελληνικό λαό.

Θέλω να κλείσω την παρέμβασή μου κάνοντας αναφορά σε μία πραγματική προφητική τοποθέτηση, που είναι επίκαιρη λόγω της σημερινής συζήτησης.

Κύριοι Βουλευτές, ήταν η πρώτη επίσημη παρουσία του κ. Μητσοτάκη ως Αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Ήταν 26 Ιανουαρίου του 2016 και έλεγε, λοιπόν, απευθυνόμενος σε εμένα: «Αλήθεια, κύριε Πρωθυπουργέ, τι θα συμβεί με τις κύριες συντάξεις από 1-1-2019; Γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι η προσωπική διαφορά, έτσι όπως περιγράφεται στο νομοσχέδιο, μεταφέρει το πρόβλημα τρία χρόνια αργότερα. Στέλνετε συνειδητά στο μέλλον άλυτα προβλήματα και αυτό συνιστά πολιτική ανευθυνότητα. Το κάνατε μάλλον γιατί γνωρίζετε ότι δεν θα είστε κυβέρνηση το 2019, για να διαχειριστείτε το πρόβλημα».

Ήταν η πρώτη σας παρέμβαση ως Αρχηγός στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση για το ασφαλιστικό.

Ωραία, αξέχαστη πρεμιέρα κάνατε, κύριε Μητσοτάκη, σαν την Πορτογαλία στο EURO του 2004, πέσατε διάνα!

Το άλυτο, λοιπόν, πρόβλημα του ασφαλιστικού όχι μόνο λύθηκε, κύριε Μητσοτάκη, αλλά λύθηκε και προς όφελος των συνταξιούχων. Διότι τότε, ξέρετε, συζητούσαμε συνολικότερα για την προοπτική βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και αυτό δεν αφορούσε την άλλη πετυχημένη προφητεία ότι θα κοπούν οι συντάξεις. Λύσαμε, λοιπόν, ένα πρόβλημα που είχαν όλες οι κυβερνήσεις στον τόπο από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Έχουμε ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα και πάνω από όλα έχουμε ένα δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα. Και λύθηκε το πρόβλημα προς όφελος των συνταξιούχων.

Όσο για τα υπόλοιπα, δεν θέλω να κάνω κάποιο άλλο σχόλιο.

Το 2019 ξημερώνει σε λίγες μέρες, Κυβέρνηση θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ, Κυβέρνηση θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και το 2020 και το 2022 και το 2023 και την επόμενη τετραετία, γιατί οι Ελληνίδες και οι Έλληνες δεν θα αφήσουν τη χώρα να γυρίσει πίσω στη μνημονιακή λαίλαπα της χρεοκοπίας και της καταστροφής, στην οποία εσείς φέρατε τον τόπο και θέλετε να μας ξαναγυρίσετε εκεί.

Δεν θα τα καταφέρετε, κύριε Μητσοτάκη!

Προηγούμενο άρθροΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ: Ενισχύσεις 4,5 εκατ. ευρώ σε δήμους της χώρας
Επόμενο άρθροΔευτερολογία και τριτολογία του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, κ. Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη συζήτηση του νομοσχέδιου για τις συντάξεις στη Βουλή