Λέμε εδώ και καιρό ότι στην οικονομία μας έχουμε απόλυτη επενδυτική απραξία, άτυπη στάση πληρωμών των υποχρεώσεων του κράτους για να μπορεί η κυβέρνηση να ασκεί επιδοματική πολιτική μοιράζοντας τα δικά μας χρήματα. Αυτό επιβεβαιώθηκε χθες από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ, όπου αποτυπώνεται ένα τρίπτυχο έκρηξης εισαγωγών, επενδυτικής απραξίας και της άτυπης στάσης πληρωμών που λέγαμε. Τι δείχνει αυτό; Δείχνει αυτό για το οποίο έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας. Ότι η ελληνική οικονομία αδυνατεί να «εκτιναχθεί» αναπτυξιακά.
Για να ξέρουμε τι λέμε και τι υποστηρίζουμε, οφείλουμε να πούμε ότι κύριος παράγοντας ανόδου του υπάρχοντος ΑΕΠ αποτελεί η ιδιωτική κατανάλωση. Κυρίως λόγω του τουρισμού. Την ίδια στιγμή οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών επιταχύνονται (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ) και πνίγουν κάθε όφελος που μπορεί να υπάρξει από την μικρή αύξηση των εξαγωγών. Οι εξαγωγές αυξάνονται με κατά τι, αλλά όχι τόσο σε σχέση με την πρόοδο και τις επιδόσεις άλλων χωρών, με αποτέλεσμα να χάνονται συνεχώς μερίδια αγοράς παγκοσμίως.
Οι ανοικτές πληγές της Ελλάδας είναι πολλές. Και δεν τις διορθώνουμε όσο τα πάντα γυρίζουν πέριξ του δημοσίου.
Μια μεγάλη πληγή είναι η αύξηση των εισαγωγών. Η χώρα δεν παράγει πολλά και όσα παράγει δεν επαρκούν. Εξ ου και καταφεύγει στις εισαγωγές.
Μια άλλη πληγή είναι οι ανύπαρκτες επενδύσεις. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ κατά το τρίτο τρίμηνο του 2018, δείχνουν διψήφια μείωση των επενδύσεων.
Κι αυτά αποδεικνύονται από τις εκθέσεις της Κομισιόν για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες. Η τελευταία είχνει ότι η Ελλάδα έχει τεράστιο πρόβλημα/άνοιγμα στη διεθνή επενδυτική της θέση (142,5% του ΑΕΠ), το οποίο θα διερευνηθεί σε βάθος μέσα από έκθεση που θα διεξάγουν τα κοινοτικά όργανα. Στόχος είναι να διατυπώσουν συστάσεις μέσα στο 2019 με τις οποίες θα πρέπει να συμμορφωθεί η Ελλάδα.
Μια άλλη πληγή πιέσεων στο ΑΕΠ αποτελεί η κρατική κατανάλωση. Το τρίτο τρίμηνο του 2018 μειώθηκε κατά 4,1% (στα 8,8 δισ. ευρώ από 8,94 δισ. ευρώ ένα χρόνο πριν) αλλά αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα νοικοκυριού και μείωσης του κράτους/κρατικών δαπανών. Αλλά ήταν (κι εξακολουθεί να είναι) λόγω της άτυπης στάσης πληρωμών των κρατικών οφειλών, επενδύσεων και άλλων υποχρεώσεων. Το αποτέλεσμα ήταν να στηριχθούν τα υπερπλεονάσματα, αλλά έτσι όμως μειώθηκε και η ζήτηση στην οικονομία και περιορίστηκαν οι αναπτυξιακές προοπτικές της.
Συνολικά λοιπόν οι αριθμοί αναφέρουν ότι το ΑΕΠ διαμορφώθηκε (σε αξία) το τρίτο τρίμηνο του 2018, στα 46,4 δισ. ευρώ από 45,2 δισ. ευρώ ένα χρόνο πριν. Στήριξη σε αυτή την άνοδο παρείχε η καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών και επιχειρήσεων (που αυξήθηκε στα 31,5 δισ. ευρώ από 31 δισ. ευρώ ένα χρόνο πριν) και η λογιστική αποτύπωση των αποθεμάτων των επενδύσεων (δηλαδή της εξισωτικής δαπάνης για τον ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου όπως υπολογίζεται σε όρους παραγωγής και σε όρους δαπάνης). Ο λόγος για μία λογιστική κίνηση που προβλέπουν οι Εθνικοί Λογαριασμοί ανά την ΕΕ και στήριξε την άνοδο του ΑΕΠ κατά 2,2% αλλά δεν έχει σχέση με την πραγματική δυναμική της οικονομίας…
Τι δείχνουν όλα αυτά; Ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν διατηρηθεί (για το σύνολο του 2018) το ΑΕΠ άνω του 2%, όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός (2,1%). Κι εξαιρετικά πιο αμφίβολο αν φτάσει το 2,5% που προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2019. Εξ ου και οι συστάσεις του Eurogroop ότι αυτό που απαιτείται στην Ελλάδα δεν είναι να τρώμε τις σάρκες μας αλλά να επιταχύνουμε τις ιδιωτικοποιήσεις, την αποπληρωμή των οφειλών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα, για να πάρει μπροστά η οικονομία. Αλλά, ποιος ακούει; Όλα γίνονται επιδόματα… Προς τους πελάτες/ψηφοφόρους…Αλλά είμαστε πια και …παγκόσμιοι πρωταθλητές των φόρων! Όπως έδειξε η έκθεση του ΟΟΣΑ που κατατάσσει τη χώρα μας στην πρώτη θέση της υφηλίου σε φόρους και αύξηση τους τα τελευταία χρόνια.
Πρώτη φορά Αριστερά βλέπετε. Με πολιτικές που άφησαν πληγές με χιλιάδες λουκέτα στην επιχειρηματικότητα, μαζική έξοδο επιχειρήσεων σε «κανονικές» χώρες και με την εξαθλίωση μεγάλου κομματιού της κοινωνίας και τη γενικευμένη βύθιση του βιοτικού επιπέδου. Αντί να τεθεί ως πρόκληση για την έξοδο από την κρίση και την επόπτευση των δημοσιονομικών στόχων, η αύξηση του ΑΕΠ δια της ενίσχυσης της οικονομίας, της ανάπτυξης και των επενδύσεων, επελέγη το ξεζούμισμα της κοινωνίας.