Πολλά γράφονται για την απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών μας από τις φυλακές Αδριανουπόλεως, όπου κρατούντο επί 167 ημέρες όμηροι.
Τα περισσότερα δημοσιεύματα εστιάζονται στις προσωπικές και οικογενειακές στιγμές ευτυχίας των ιδίων και των οικογενειών τους, ενώ άλλα άρθρα εξετάζουν τους πιθανούς λόγους που οδήγησαν την Τουρκία σε αυτήν την απόφαση. Οπωσδήποτε η απελευθέρωσή τους μας γέμισε όλους χαρά και ικανοποίηση. Η κράτησή τους ήταν χωρίς καμία αμφιβολία άδικη και απάνθρωπη. Η Άγκυρα μέσω των δύο στρατιωτικών σκόπευε αφενός να μας ταπεινώσει, διεξάγοντας ψυχολογικές επιχειρήσεις, αφετέρου να προσκομίσει ανταλλάγματα.
Πως όμως φτάσαμε στην πολυπόθητη απελευθέρωσή τους; Ήταν οι στοχευμένες ενέργειες του Υπουργείου Εξωτερικών και Αμύνης; Η πιθανή παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα; Μήπως αποτέλεσε μια πράξη καλής θελήσεως από την Άγκυρα; Προσδοκούσε η Τουρκία μια αλλαγή της στάσης της Δύσης απέναντί της; Ή τελικά ήταν ένα προϊόν συνδιαλλαγής των δύο χωρών, βασιζόμενο στη λογική του ανατολίτικου παζαριού του «πάρε – δώσε»;
Πριν εξετάσουμε τα παραπάνω ερωτήματα θα ήθελα να επισημάνω ότι η διοργάνωση της όλης τελετής επαναπατρισμού των δύο στρατιωτικών περιείχε τουλάχιστον το στοιχείο της υπερβολής. Θύμιζε επίσκεψη αρχηγού κράτους, με τα παρατεταγμένα αγήματα των στρατονόμων δεξιά και αριστερά. Το μόνο που έλειπε ήταν η ρίψη βεγγαλικών και τα παραδοσιακά χορευτικά συγκροτήματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις απαιτείται περισσότερο σοβαρότητα και απλότητα. Βέβαια δικαιολογημένα η κυβέρνηση είδε το όλο γεγονός «ως μάνα εξ ουρανού» και προσπάθησε επικοινωνιακά να το εκμεταλλευτεί, μετά από τις συνεχείς αποτυχίες της στο εξωτερικό και εσωτερικό, σκοπιανό, ελληνορωσικές σχέσεις, εθνική τραγωδία στο Μάτι, οικονομικά προβλήματα κλπ.
Αλλά ας έλθουμε στο κύριο ερώτημα, γιατί οι Τούρκοι αποφάσισαν να στείλουν πίσω τους δύο. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ιστορικά η Τουρκία δεν είναι επιρρεπής σε πιέσεις και απειλές, σε αντίθεση με τη χώρα μας. Όσον αφορά μάλιστα στις πιθανές πιέσεις, που μπορεί να της ασκήθηκαν από την Ελλάδα ή από την Ευρώπη, είναι βέβαιο ότι η Τουρκία δεν τις λαμβάνει σε καμία περίπτωση υπόψη. Η χώρα μας είναι ανίσχυρη και η ΕΕ διχασμένη και άβουλη. Η μόνη που μπορεί να πιέσει την Άγκυρα και με αμφίβολα αποτελέσματα, είναι οι ΗΠΑ. Και αυτό το διακρίνουμε καθαρά στην περίπτωση του πάστορα Μπράνσον, όπου παρά τον οικονομικό πόλεμο που της ασκούν, ο Ερντογάν αντιστέκεται μέχρι στιγμής με επιτυχία (εξασφάλιση χρηματοδότησης από το Κατάρ, ενίσχυση των σχέσεων με Ρωσία και Ιράν κλπ).
Εφόσον όμως η Άγκυρα δεν υπέκυψε στις πιέσεις από οποιονδήποτε προερχόμενες, μήπως ήταν ενέργεια καλής θελήσεως; Η Τουρκία παραδοσιακά δεν φημίζεται για αυτού του είδους τις πολιτικές πράξεις. Δεν έχει ανάγκη να προβεί σε καμία πράξη καλής θελήσεως. Για ποιο λόγο άλλωστε. Την χώρα μας δεν την υπολογίζει καθόλου, μια και στην γεωστρατηγική σκακιέρα δεν μας θεωρεί ως αξιόπιστη απειλή, ενώ έχει σχεδόν αποκλείσει κάθε πιθανότητα εισόδου της στου κόλπους της ΕΕ. Τα οικονομικά οφέλη της Τουρκίας από την ΕΕ στηρίζονται στις διμερείς σχέσεις που έχει με τις χώρες της Ευρώπης και κυρίως με την Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία.
Εφόσον αποκλείσουμε τα παραπάνω έρχεται στο μυαλό μας το χειρότερο σενάριο της συνδιαλλαγής της χώρας μας με την γείτονα. Τι δώσαμε για να πάρουμε πίσω τους δύο. Η Τουρκία ζητούσε επιτακτικά την παράδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών που εμπλεκόντουσαν στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016. Για συγκεκριμένους λόγους αυτό δεν κατέστη δυνατό. Οπότε τι δώσαμε; Ότι χειρότερο μπορούσαμε. Τις δύο μουφτείες στην Θράκη. Την μουφτεία της Ξάνθης και της Κομοτηνής. Λίγες ημέρες πριν την απελευθέρωση των δύο Ελλήνων ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία από την Βουλή η τροπολογία του νόμου για τις Μουφτείες στην Θράκη. Με την τροπολογία η κυβέρνηση προχωράει στην «αποκαθήλωση» των νόμιμων μουφτήδων της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, ικανοποιώντας ουσιαστικά ένα πάγιο αίτημα της Άγκυρας.
Όπως αναφέρουν επίσημα δημοσιεύματα, με εντολή του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα, ο υπουργός Παιδείας κ. Κωνσταντίνος Γαβρόγλου είχε ζητήσει επιτακτικά την παραίτηση των νόμιμων μουφτήδων Ξάνθης και Κομοτηνής, κ.κ. Μεχμέτ Εμίν Σινίκογλου και Μέτσο Τζεμαλή αντίστοιχα, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τη διαδοχή τους. Από τον μουφτή της Ξάνθης μάλιστα, είχε ζητηθεί επιτακτικά να «διευκολύνει» τους κυβερνητικούς χειρισμούς, υποβάλλοντας γραπτώς την παραίτηση του. Αίτημα που τόσο ο κ. Σινίκογλου, όσο και ο μουφτής Κομοτηνής κ. Μέτσο Τζεμαλή, αρνήθηκαν υποστηρίζοντας πως η θητεία τους λήγει το 2021, και πως απόπειρα παύσης τους θα ισοδυναμούσε με νομικό πραξικόπημα. Τελικά η κυβέρνηση επέλεξε να τους παύσει μέσω της αναγκαστικής συνταξιοδότησης, ορίζοντας πλέον πως οι εκάστοτε επικεφαλής των τριών Μουφτειών Ξάνθης, Κομοτηνής και Διδυμότειχου αποχωρούν υποχρεωτικά από τη θέση τους, με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους.
Η Τουρκία συστηματικά επιδιώκει να υποδεικνύει και να ελέγχει την πνευματική ηγεσία της μειονότητας, αν και ακόμη και στη δική της περίπτωση οι μουφτήδες στη γειτονική χώρα διορίζονται και δεν εκλέγονται. Στόχος βέβαια είναι η πλήρης υποταγή της μειονότητας αλλά και ο έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων των Βακουφίων στην Θράκη, που περιλαμβάνει πολλά «φιλέτα». Κύριος εκφραστής των τούρκικων επιδιώξεων στην Θράκη, είναι ο βουλευτής Ξάνθης του ΣΥΡΙΖΑ Χουσεΐν Ζεϊμπέκ, ο οποίος συμπεριφέρεται ως «τοποτηρητής» με το «ΟΚ» του τουρκικού Προξενείου Κομοτηνής. Ο Ζεϊμπέκ φιλοδοξεί να νομιμοποιήσει τον «ψευδομουφτή» Αχμέτ Μέτε, που μετά από μία περίοδο στον «πάγο» από την Τουρκία –λόγω φερόμενων σχέσεων του με το δίκτυο Γκιουλέν- επανέκαμψε δριμύτερος και βασιλικότερος του Ερντογάν.
Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός ότι αμέσως μετά την υπερψήφιση της συγκεκριμένης ευνοϊκότατης για την Άγκυρα τροπολογίας η γειτονική χώρα αποφάσισε την απελευθέρωση των δύο ομήρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απελευθέρωσή τους αιφνιδίασε και τους Τούρκους συνηγόρους τους, καθόσον έλαβε χώρα χωρίς καν να υποβάλουν εκ νέου αίτηση αποφυλάκισης. Το αντάλλαγμα του δώσαμε στην Άγκυρα για την αποφυλάκιση είναι εξαιρετικά πολύτιμο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Η μουσουλμανική μειονότητα θα ελέγχεται ακόμα περισσότερο από το Τουρκικό Προξενείο Κομοτηνής, το οποίο μετατρέπεται, με την ελληνική σύμπραξη, σε ισχυρότατος παράγοντας της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας.
Ο επαναπατρισμός των Ελλήνων στρατιωτικών δημιούργησε μια γενική ικανοποίηση και συνέβαλε σε μια παροδική εκτόνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά το αντάλλαγμα που δώσαμε στην γειτονική χώρα ήταν δυσανάλογο και οι μελλοντικές επιπτώσεις του τεράστιες για το μέλλον της Δυτικής Θράκης. Το Τουρκικό Προξενείο Κομοτηνής μετατρέπεται σε μια «δεύτερη – εσωτερική κυβέρνηση», που θα ελέγχει όχι μόνο την μειονότητα, αλλά και γενικά όλα τα τεκταινόμενα στην δοκιμαζόμενη Ελληνική Θράκη.