Συνέντευξη Τύπου του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, μετά τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ

Συνέντευξη Τύπου του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, μετά τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ

ΠΡΩΘΥΠΟYΡΓΟΣ: Είχαμε μία δύσκολη Σύνοδο σήμερα, που ανέδειξε τις διαφορετικές θέσεις μεταξύ των κρατών – μελών της Συμμαχίας για κρίσιμα ζητήματα, κυρίως λόγω της συζήτησης που άνοιξε για τις συμβατικές υποχρεώσεις των κρατών – μελών της Συμμαχίας ως προς το ύψος των αμυντικών δαπανών. Προφανώς μία συζήτηση που πάει πολύ πέρα από τα οικονομικά και αφορά, θα έλεγα, το ίδιο το μέλλον του ΝΑΤΟ και των διατλαντικών ισορροπιών.

Εμείς καταστήσαμε τις θέσεις μας πιο σαφείς, τόσο στην αρχή της Συνόδου όσο και στο Ευρωατλαντικό Συμβούλιο. Στις παρεμβάσεις μου τόνισα, ότι η Ελλάδα αποτελεί πυλώνα σταθερότητας, ασφάλειας και συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή, μία χώρα που όχι μόνον διαθέτει ισχυρή αποτρεπτική δύναμη και τηρεί τις συμβατικές της υποχρεώσεις σε αμυντικές δαπάνες παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε, αλλά και που με συνέπεια ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια αναπτύσσει διεθνείς πρωτοβουλίες και πολυμερή σχήματα συνεργασίας, που προωθούν τη σταθερότητα, την ασφάλεια, τη συνεργασία στα Βαλκάνια, την ανατολική Μεσόγειο, αλλά ευρύτερα της περιοχής μας, θα έλεγα. Απόδειξη αυτού του σταθεροποιητικού ρόλου, του αναντικατάστατου σταθεροποιητικού ρόλου της Ελλάδος αποτελεί η βελτίωση των σχέσεών μας με τους βόρειους γείτονές μας και η επίλυση χρόνιων ανοιχτών ζητημάτων. Αλλά ταυτόχρονα, θα έλεγα, και ο κρίσιμος ρόλος που η Ελλάδα – και ο μοναδικός και ο αναντικατάστατος ρόλος – που η Ελλάδα έχει για την αντιμετώπιση της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης με αποτελεσματικότητα, αλλά πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου.

Έθεσα, επίσης, με ένταση, όπως θα γνωρίζετε άλλωστε, το θέμα της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο, ως μία πληγή ανοικτή όχι μόνον για τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, αλλά ως μία ανοικτή πληγή της ίδιας της Συμμαχίας. Και βεβαίως υπογράμμισα με ένταση, επίσης, ως ανοικτή πληγή, που μάλιστα, πρέπει να κλείσει άμεσα, το ζήτημα των δύο στρατιωτικών μας που κρατούνται ακόμα στην Αδριανούπολη, ένα πρωτοφανές και ανεπίτρεπτο γεγονός ανάμεσα σε δύο σύμμαχες χώρες του ΝΑΤΟ, το οποίο πρέπει να τερματιστεί το συντομότερο δυνατόν.

Σε σχέση παράλληλα με τη δύσκολη αλλά χρήσιμη, θα έλεγα, συζήτηση που άνοιξε η παρέμβαση του Προέδρου Τραμπ, είχα την ευκαιρία να τονίσω, ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να προχωρήσει μόνο στη βάση αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των μελών του. Και αυτό σημαίνει σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και δίκαιη κατανομή των βαρών. Ζήτησα να γίνει σαφές, ότι δεν μπορεί από δω και στο εξής να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά ως προς τις υποχρεώσεις των μελών για τη συμμετοχή τους στους εξοπλισμούς και να βρεθεί ένας τρόπος σταδιακής εξισορρόπησης μεταξύ των υποχρεώσεων των συμμάχων και του οφέλους που αποκομίζουν από το ΝΑΤΟ.

Συνομιλήσαμε, επίσης, εκτενώς για το ζήτημα της Ρωσίας και της Βόρειας Κορέας. Τόνισα, ότι γενναίες πρωτοβουλίες που οδηγούν στην επίλυση διενέξεων, στον έλεγχο των εξοπλισμών και στην αποπυρηνικοποίηση, είναι απαραίτητες. Προσθέτοντας, ασφαλώς, ότι η Ελλάδα δεν μιλάει εκ του ασφαλούς αλλά συνεισφέρει με τη δική της ενεργητική πολιτική, με τις δικές της πρωτοβουλίες στην επίλυση διενέξεων, στην προώθηση της ειρήνης και της συνεργασίας με στόχο τη σταθερότητα.

Πριν από λίγο είχα, όπως όλοι γνωρίζετε, συνάντηση με τον Τούρκο Πρόεδρο, τον κύριο Ερντογάν. Δεν θα έλεγα, ότι ήταν από τις πιο εύκολες συναντήσεις. Διήρκεσε περίπου δύο ώρες. Όπως αντιλαμβάνεστε, σε αυτές τις δύο ώρες θίξαμε σχεδόν όλη την ατζέντα. Έθεσα επιτακτικά και κατ’ ιδίαν στον Τούρκο Πρόεδρο το ζήτημα των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται στις φυλακές της Αδριανούπολης χωρίς, εδώ και τέσσερις μήνες, να τους έχουν αποδοθεί ακόμα κατηγορίες.

Προφανώς ο Τούρκος Πρόεδρος, όπως αντιλαμβάνεστε, αναφέρθηκε στο θέμα των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών που έχουν ζητήσει άσυλο, και τον ενημέρωσα για τη δικαστική εξέλιξη του ζητήματος αυτού και τόνισα, για άλλη μία φορά, κατέστησα σαφές, ότι στην Ελλάδα η ελληνική δικαιοσύνη είναι απολύτως ανεξάρτητη. Την ίδια στιγμή υπογράμμισα αυτό που έχω επανειλημμένως δηλώσει, ότι για την ελληνική κυβέρνηση οι πραξικοπηματίες από οποιαδήποτε χώρα, από την Τουρκία εν προκειμένω, οποιοιδήποτε επιχειρούν να καταλύσουν, δηλαδή, τη δημοκρατική νομιμότητα, δεν είναι καλοδεχούμενοι στη χώρα μας και συζητήσαμε την περαιτέρω συνεργασία μας στον τομέα της ασφάλειας. Συμφωνήσαμε ότι η συνεργασία αυτή έχει μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα την περίοδο αυτή. Θέλω να σας θυμίσω, ότι το ’15, ’16, η συνεργασία μας επέτρεψε την δραστική μείωση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών και κυρίως – γιατί εγώ αυτό θεωρώ ως το μεγαλύτερο κατόρθωμα – επέτρεψε τη δραστική μείωση των θανάτων ανυπεράσπιστων ανθρώπων στο Αιγαίο και έθεσε τις βάσεις για την προώθηση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Αλλά δημιούργησε και το κλίμα για να προχωρήσουν πιο πολύ από ποτέ οι συνομιλίες για μία δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό.

Η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα είχε ως στόχο να τεθούν οι βάσεις για ένα νέο πλαίσιο στις σχέσεις μας. Του υπενθύμισα ότι, τότε, του είχα πει κατ’ ιδίαν αλλά νομίζω και δημόσια στη συνέντευξη Τύπου, ότι η Ελλάδα το 2018 γυρίζει σελίδα. Και είναι στο χέρι της Τουρκίας να γυρίσουν σελίδα θετικά και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ωστόσο είναι προφανές, ότι αυτό δεν έχει γίνει ακόμα κατορθωτό. Οι τουρκικές παραβιάσεις και η τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο συνεχίζονται και βεβαίως αντιμετωπίζονται αποφασιστικά και στη βάση του Διεθνούς Δικαίου από την ελληνική πλευρά.

Έθεσα υπόψιν του Τούρκου Προέδρου στοιχεία, που αναδεικνύουν αυτή την αύξηση της τουρκικής παραβατικότητας στο Αιγαίο και συμφωνήσαμε εν τέλει, να δώσουμε έμφαση στις προσπάθειές μας για τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο.

Ασφαλώς συζητήσαμε και για το Κυπριακό. Πρέπει να σας πω, ότι το πρωί είχα μία τηλεφωνική επικοινωνία και με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, πριν τη συνάντησή μου με τον Πρόεδρο Ερντογάν. Τονίστηκε η σημασία που έχει η συνέχεια των συνομιλιών στο πλαίσιο Γκουτιέρες και συμφωνήσαμε στην ανάγκη – ασφαλώς με σημείο αναφοράς τις δικοινοτικές συνομιλίες – να υπάρξει το αμέσως επόμενο διάστημα στενή επαφή μεταξύ των δύο υπουργών Εξωτερικών μας για το θέμα αυτό.

Βεβαίως, υπάρχουν και άλλα ζητήματα που μπορεί να αποτελούν θέματα ενδιαφέροντος, αλλά προτιμώ να σταματήσω εδώ και να δώσω το λόγο σε εσάς και να απαντηθούν όλα τα πιθανά ερωτήματά σας με έναν πιο άμεσο τρόπο.

 

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, το μεσημέρι εδώ έγινε μία τελετή με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ και τον πρωθυπουργό της πΓΔΜ. Με αφορμή αυτή την τελετή, η αντιπολίτευση λέει, ότι η γειτονική χώρα πήρε πρόσκληση ένταξης στο ΝΑΤΟ και κατηγορεί εσάς, ότι έχετε παραδώσει το Βουκουρέστι και το μόνο διαπραγματευτικό όπλο που είχε η χώρα μας. Τι ακριβώς συνέβη;

 

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Ομολογώ ότι δεν περίμενα η πρώτη ερώτηση μετά από μία δίωρη συνάντησή μου με τον Τούρκο Πρόεδρο να είναι για το ονοματολογικό, αλλά σας δικαιολογώ, διότι κατάγεστε από τη Μακεδονία. Δεν ξέρω, αν κατάγεστε, αλλά εργάζεστε στη Θεσσαλονίκη. Είστε Ηπειρώτης, έκανα λάθος. Αλλά εργάζεστε στη Θεσσαλονίκη, οπότε έχετε έντονο το θέμα αυτό να σας απασχολεί.

Ακούστε. Σήμερα είναι μία ιστορική μέρα και είναι μία ιστορική μέρα, γιατί επιτέλους μετά από 10 ολόκληρα χρόνια παίρνει σάρκα και οστά η απόφαση της περιβόητης Συνόδου του Βουκουρεστίου, που επί δέκα χρόνια ήταν κενό γράμμα. Με τη διακήρυξη της Συνόδου των Βρυξελλών, την οποία φαντάζομαι έχετε όλοι στη διάθεσή σας και συγκεκριμένα με την παράγραφο 63 της διακήρυξης – και σας ζητώ να ανατρέξετε σε αυτήν – καθίσταται απολύτως σαφές, ότι η πΓΔΜ ξεκινά ενταξιακές συνομιλίες, οι οποίες θα καταλήξουν, εάν και μόνον εάν ολοκληρωθεί η αλλαγή του ονόματος της γείτονος χώρας, μετά και από την προβλεπόμενη συνταγματική αλλαγή, συνταγματική μεταρρύθμιση, προβλεπόμενη από τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Όμως και εγώ έγινα γνώστης αυτών των αντιδράσεων και θέλω να σας πω, ότι πρόκειται για μία βαθιά υποκρισία όλων αυτών των πολιτικών δυνάμεων που έχουν την ευθύνη που έχουμε φτάσει ως εδώ. Και κυρίως, όσοι συμμετείχαν κατά καιρούς σε διεθνή fora και σε Συνόδους σαν τη σημερινή όλα τα προηγούμενα χρόνια από το ’92 και μετά, γνωρίζουν πάρα πολύ καλά, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αρχηγών κρατών – μελών που λαμβάνουν μέρος σε αυτές τις Συνόδους, όταν αναφέρονται στη γειτονική χώρα, δεν αναφέρονται στην πΓΔΜ. Αλλά αναφέρουν τη συνταγματική της ονομασία. Αυτό, λοιπόν, αλλάζει επιτέλους με τη Συμφωνία των Πρεσπών άμα τη ολοκλήρωσή της φυσικά από τους βόρειους γείτονές μας, δηλαδή, άμα τη επιτυχή ολοκλήρωση δημοψηφίσματος και συνταγματικής αλλαγής. Και η μοναδική Μακεδονία που θα υπάρχει πια θα είναι το γεωγραφικό διαμέρισμα στη βόρειο Ελλάδα, οι περιφέρειές μας, αλλά το κράτος στα βόρεια σύνορά μας θα ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία και δεν θα μπορεί κανείς, μα κανείς, σε παρόμοιες συνόδους αλλά και στον δημόσιο λόγο να αναφέρεται στον όρο «Μακεδονία», εννοώντας τους βόρειους γείτονές μας.

Από κει και πέρα, επιτρέψτε μου ένα σχόλιο. Νομίζω, ότι αυτή η βαθιά υποκριτική στάση της αντιπολίτευσης υποτιμά και τη νοημοσύνη των Ελλήνων πολιτών. Λες και απευθύνονται σε πολίτες που δεν διαβάζουν, δεν παρακολουθούν, δεν ενημερώνονται, παρά μονάχα από μέσα προπαγάνδας. Πριν από λίγες ημέρες μας είπαν, ότι ο κύριος Μοσκοβισί και ο κύριος Γιούνκερ είναι «ψεύτες», γιατί λένε ότι τελείωσε το μνημόνιο. Το είπε σήμερα και ο κύριος Σολτς. Χθες, μας είπαν ότι είναι ψεύτης ο κύριος Στόλτενμπεργκ, που ευθέως στη συνέντευξη που παραχώρησε μαζί με τον κύριο Ζάεφ, είπε ούτε λίγο, ούτε πολύ, επανέλαβε μάλλον ξεκάθαρα, αυτά που όριζε η Σύνοδος του Βουκουρεστίου. Ότι, αν δεν αλλάξουν όνομα και δεν αλλάξουν το Σύνταγμα, δεν γίνονται μέλη του ΝΑΤΟ. Χθες, σχεδόν ανάγκασαν σε διόρθωση, μάλλον σε επαναδιατύπωση, διότι αναδείξανε ένα θέμα το οποίο δεν είχε καμία βάση.  Ότι δήθεν ο κ. Χαν – κι αυτός «ψεύτης» που το διέψευσε – έθεσε ζήτημα αλλαγής συνόρων στις συζητήσεις μας με την Αλβανία. Κοιτάχτε, δεν μπορεί όλοι να ναι ψεύτες. Αυτό που συμβαίνει είναι το εξής: Ότι κυρίως η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Μητσοτάκης αλλά τον ακολουθεί κατά πόδας και η κ. Γεννηματά, έχουν αποφασίσει να αναδείξουν με στρεβλό τρόπο κρίσιμα εθνικά θέματα, διότι αυτά αποτελούν πλέον το σωσίβιο τους μετά το ναυάγιο των προβλέψεων τους στην οικονομία. Αυτό όμως είναι επώδυνο για τη χώρα και θα έλεγα επικίνδυνο για τα εθνικά μας συμφέροντα. Τα ζητήματα αυτά πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε με υπευθυνότητα και σοβαρότητα, ιδίως τώρα που ανοίγονται σημαντικές δυνατότητες, μιας και αναβαθμίζεται γεωπολιτικά ο ρόλος της χώρας. Ιδίως τώρα λοιπόν δεν μπορούμε να παρακολουθούμε αυτή την εθνικολαϊκιστική μετάλλαξη του κ. Μητσοτάκη και κάποιων κομμάτων της αντιπολίτευσης.

 

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε πρόεδρε, να σας πάω εγώ στο θέμα του κ. Ερντογάν. Από ότι κατάλαβα στην συνάντηση με τον Τούρκο Πρόεδρο, ο Τούρκος Πρόεδρος δεν κόμισε ευχάριστα νέα. Εννοώ, νέα που να αφορούν σε άμεση απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, εύχομαι βέβαια να κάνω λάθος. Ποια ήταν τα επιχειρήματά του; Θέλω να πω ότι με δεδομένη την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να συμψηφίσει το θέμα των δύο με τους οκτώ φερόμενους ως πραξικοπηματίες που βρίσκονται στη χώρα μας. Έθεσε στο τραπέζι ενδεχομένως και άλλα θέματα, άλλα ανταλλάγματα ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση;

 

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Κυρία Τσικρίκα, κατ’ αρχάς τα λόγια μου είναι μετρημένα, ωστόσο πρέπει να σας πω ότι βγαίνοντας από τη συνάντηση έχω περισσότερες ελπίδες από ότι πριν μπω στη συνάντηση αυτή. Δεν ήταν μια εύκολη συνάντηση, για αυτό και διήρκεσε πάνω από μία ώρα και πενήντα λεπτά, σχεδόν δύο ώρες. Τεθήκαν όλα τα ζητήματα και βεβαίως από τη δική μας την πλευρά, απ τη δική μου την πλευρά, κατέστη σαφές ότι το ζήτημα των δύο είναι ένα μείζον ζήτημα ηθικής, συμβολικής και ουσιαστικής σημασίας που αφορά τη σχέση των δύο χωρών. Και κατ επέκταση θα έλεγα είναι και ένα ζήτημα, το οποίο δεν περιποιεί τιμή στη γείτονα, στο βαθμό που είναι μία χώρα σημαντική του ΝΑΤΟ, να κρατά χωρίς να αποδίδει κατηγορίες ή να προχωρά τη δικαστική διαδικασία, δύο στρατιωτικούς μιας σύμμαχης στο ΝΑΤΟ χώρας όπως είναι η Ελλάδα. Θέλω να σας πω ότι δεν υπήρξε σαφής συσχέτιση των θεμάτων των δύο. Εν τούτοις ο Τούρκος Πρόεδρος θεωρεί πολύ σημαντικό ζήτημα για αυτόν το ζήτημα των οκτώ. Θεωρεί ότι συμμετείχαν στην απόπειρα πραξικοπήματος και υπό αυτή την έννοια είναι ένα κρίσιμο ζήτημα συμβολικής και επικοινωνιακής σημασίας. Του έδωσα να καταλάβει ή ελπίζω τουλάχιστον, ότι το ζήτημα των οκτώ δεν μπορεί να συσχετίζεται με το ζήτημα των δύο. Είναι άλλο θέμα όταν κάποιος ζητά άσυλο και ακολουθούνται οι προβλεπόμενες διαδικασίες και βεβαίως υπεύθυνη για τις αποφάσεις είναι η ανεξάρτητη σε ένα κράτος δικαίου, όπως η Ελλάδα, δικαιοσύνη και άλλο ζήτημα είναι αυτό που αφορά τη σύλληψη και την κράτηση δύο στρατιωτικών που κατά τη διάρκεια της επιχείρησης ρουτίνας, που αφορά την επίβλεψη των συνόρων, πέρασαν κατά λάθος, κατά κάποια μέτρα στην άλλη πλευρά. Και εν τοιαύτη περιπτώσει αυτό που η ελληνική πλευρά ζητάει δεν είναι κάποια χάρη, αλλά να προχωρήσουν οι διαδικασίες. Και βεβαίως εφόσον οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα, που δεν έχουν διαπράξει, να οριστεί η προβλεπόμενη διαδικασία, να δικαστούν και εν πάση περιπτώσει να μπορέσουν να επιστρέψουν στις οικογένειες τους.

 

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε πρόεδρε, θέλω να ρωτήσω αν ανησυχείτε για τις πληροφορίες που υπάρχουν τα τελευταία εικοσιτετράωρα για έξωθεν παρεμβάσεις με στόχο να πληγεί, να δυσκολέψει η υλοποίηση της συμφωνίας των Πρεσπών και επίσης, αν το περιστατικό με την απέλαση των δύο Ρώσων διπλωματών αλλά και η σημερινή ανακοίνωση του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών με αφορμή την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της πΓΔτΜ, πιστεύετε ότι δημιουργεί, δίνει  ένα στίγμα μιας πιο επιθετικής προσέγγισης της Ρωσίας στις υποθέσεις της περιοχής μας και απέναντι στην Ελλάδα.

 

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Κύριε Μελέτη, δεν ανησυχώ. Αλλά είμαι υποχρεωμένος στο βαθμό που μου αναλογεί ως πρωθυπουργός της χώρας να υπερασπίζομαι την εθνική κυριαρχία της χώρας. Η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία επιδιώκει, ιδιαίτερα τα τρία τελευταία χρόνια στη βάση ενός δόγματος πολυδιάστατης, ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής, καλές σχέσεις με τις περισσότερες χώρες, όχι μόνο της γειτονιάς μας. Άλλωστε, εν προκειμένω εγώ ήμουν αυτός ο οποίος επανεκίνησε αυτές τις σχέσεις πριν από τρία χρόνια. Εν τούτοις έχουμε την απαίτηση όλες οι χώρες να σέβονται τη διεθνή νομιμότητα και την εθνική μας κυριαρχία. Κι όταν βλέπουμε κάποια περιστατικά που δεν κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση, τότε παίρνουμε τα απαραίτητα μέτρα. Περί αυτού πρόκειται και δεν θα ήθελα να το σπουδαιολογήσω περαιτέρω.

 

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Γεια σας και από μένα, ήθελα να μάθω αν στη συνάντηση με τον Πρόεδρο Ερντογάν τέθηκε το θέμα του μεταναστευτικού κι αν η Τουρκία θα επαναενεργοποιήσει τη συμφωνία επανεισδοχής που είχε παγώσει προεκλογικά. Γενικά αν το κλίμα σε σχέση με την Ευρώπη και το μεταναστευτικό ήταν θετικό στη συνάντηση.

 

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Ναι, ετέθη το ζήτημα, κουβεντιάσαμε επί μακρόν για την ορθή εφαρμογή της ευρωτουρκικής συμφωνίας και για μια σειρά από ζητήματα που έχουν να κάνουν και με τις ροές αλλά και με την δυνατότητα επιστροφών μεταναστών, προσφύγων που δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας προς την Τουρκία με βάση την συμφωνία. Καταλήξαμε στην ανάγκη το επόμενο διάστημα να έχουμε μια πιο στενή επικοινωνία οι δύο πλευρές, τόσο ο Τούρκος Πρόεδρος, όσο κι εγώ γυρνώντας στις χώρες μας θα επικοινωνήσουμε με τους αρμόδιους υπουργούς, οι οποίοι θα είναι από δω και στο εξής σε μία στενή επικοινωνία. Θα σας πω όμως ότι το τελευταίο διάστημα δεν παρατηρούμε φαινόμενα ανησυχητικά σε ότι αφορά τις ροές. Και βεβαίως ελπίζω αυτή η ήρεμη κατάσταση να συνεχιστεί και στο επόμενο διάστημα.

 

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε πρόεδρε, ήθελα να ρωτήσω αυτό το οποίο συζητήθηκε πάρα πολύ εδώ στις Βρυξέλλες και στην Ελλάδα είναι η στάση του κ. Καμμένου. Θα ήθελα ένα σχόλιο σας, τη στιγμή που εσείς ήσασταν μέσα στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, υπερασπιζόσασταν την συμφωνία, είχαμε δηλώσεις από τον κ. Καμμένο, ο οποίος έλεγε ότι η συμφωνία των Πρεσπών δεν θα περάσει, πως οι γείτονες όσο χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία δεν θα μπουν ποτέ στο ΝΑΤΟ. Είναι καλή εικόνα για την κυβέρνηση αυτή;

 

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Κύριε Αντζολέτο, είναι γνωστό νομίζω ότι στο ζήτημα αυτό με τον κυβερνητικό εταίρο δεν συμπίπτουν οι απόψεις μας. Από κει και πέρα νομίζω ότι στη σύνοδο αυτή τις δύο αυτές ημέρες δεν απασχόλησε ούτε εμένα ούτε τον υπουργό Εξωτερικών, ούτε τον υπουργό Άμυνας το ζήτημα το οποίο θέσατε και το οποίο ενδεχομένως απασχολεί πολύ περισσότερο τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα από ότι απασχολεί τη σύνοδο αυτή. Δεν υπήρξε ιδιαίτερη αναφορά, καμία θα έλεγα στο ζήτημα αυτό στις πολύωρες συζητήσεις σε όλα τα τραπέζια. Το κρίσιμο θέμα που απασχόλησε ήταν η ίδια η δομή, το μέλλον, η προοπτική της Συμμαχίας.

Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε όταν μια παρόμοια ερώτηση έγινε στον Πρόεδρο Τραμπ, παρόμοια με τη δική σας ερώτηση  έγινε στον Πρόεδρο Τραμπ σήμερα το πρωί, ουσιαστικά άλλαξε συζήτηση σαν να μην υπάρχει καν το θέμα. Ως εκ τούτου έχω την αίσθηση ότι οι θέσεις και οι απόψεις είναι γνωστές, οι υποχρεώσεις της ελληνικής κυβέρνησης έτσι όπως απορρέουν από το διεθνές δίκαιο αλλά και από τις αποφάσεις που έχει λάβει είναι γνωστές. Περιμένουμε λοιπόν τώρα να δούμε αν η γειτονική χώρα, η κυβέρνηση των Σκοπίων θα καταφέρει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία των Πρεσπών. Και ευχόμαστε, εγώ προσωπικά εύχομαι να τα καταφέρει γιατί είναι μια ιστορική παρέμβαση που λύνει χρόνια προβλήματα στην εξωτερική μας πολιτική. Κι όταν τα καταφέρει με το καλό κάποια στιγμή το Γενάρη, το Φλεβάρη τότε θα κουβεντιάσουμε με τον κυβερνητικό εταίρο για να δούμε πως θα προχωρήσουμε τη διαδικασία, έτσι όπως προβλέπουν οι υποχρεώσεις μας μέσα από τη ίδια τη συμφωνία.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε πρόεδρε, ήθελα να σας ρωτήσω για την συνάντηση με τον κύριο Ερντογάν, πέρα από όλα αυτά που συζητήσατε,  για τις διαφορές που υπάρχουν, υπήρξε θετικά ατζέντα, όσον αφορά την συνεργασία μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας; Και να σας πάω δύο μέρες πιο πίσω, στο Λονδίνο, είχατε μία συνάντηση με τον Έντι Ράμα. Χθες το πρωί που συναντηθήκαμε, μου είπατε ότι ήταν μία πάρα πολύ εποικοδομητική η συνάντηση που είχατε. Μπορείτε να μας δώσετε κάποιες λεπτομέρειες; Ευχαριστώ.

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Κοιτάξετε, με τον πρόεδρο Ερντογάν και την Τουρκία, υπάρχουν δυστυχώς μεγάλες αναξιοποίητες δυνατότητες. Και θεωρώ, του το είπα κιόλας, ότι είμαστε εγκλωβισμένοι εδώ και ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα ζήτημα, που κατά την άποψη μου δεν θα έπρεπε να κυριαρχεί στις διμερείς μας σχέσεις. Έχουμε μία σειρά από ζητήματα όπου έχουμε παράξει έργο, αλλά και έργο που μπορούμε να παράξουμε σε ότι αφορά την βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Πιστεύω ότι μπορούμε να ξαναρχίσουμε τις διερευνητικές συνομιλίες. Πιστεύω ότι μπορούμε να θέσουμε σε τροχιά διαλόγου ξανά τις δύο κοινότητες σε ότι αφορά το Κυπριακό. Πιστεύω ότι μπορούμε να ξαναπιάσουμε το νήμα των διακυβερνητικών συναντήσεων στην Σμύρνη, που αφορούν το εμπόριο, τον τουρισμό, την ακτοπλοϊκή διασύνδεση, μία σειρά από κρίσιμα θετικά ζητήματα, τα οποία έχουν παραμεριστεί, καθώς υπάρχει αυτός ο εγκλωβισμός, θα έλεγα, που έχει προκύψει μετά την ανάδειξη ως μείζονος ζητήματος, από την Τουρκική πλευρά, της δικαστικής εξέλιξης των «8», αλλά και κυρίως, μετά από την απαράδεκτη σύλληψη και κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών. Ελπίζω, όπως είπα και πριν, έφυγα από την συνάντηση με περισσότερες ελπίδες, από ότι πριν, να καταφέρουμε να απεγκλωβιστούμε για να ανοίξουμε αυτή την θετική ατζέντα.

Για τον Ράμα. Κοιτάξτε έχει γίνει πολύ ουσιαστική δουλειά ανάμεσα στα δύο υπουργεία Εξωτερικών, στους δύο υπουργούς, σε μια σειρά από θέματα που επίσης βαραίνουν τις σχέσεις των δύο χωρών για δεκαετίες. Είμαστε πάρα πολύ κοντά σε μία λύση που αφορά την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Μία λύση η οποία δίνει σημαντικά πλεονεκτήματα στην ελληνική πλευρά, δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Κυρίως ανοίγει τον δρόμο της σταδιακής οριοθέτησης της ΑΟΖ μας, τουλάχιστον ξεκινώντας από τα δυτικά, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε και με τις άλλες χώρες. Έχουμε μία θετική εξέλιξη σε ότι αφορά τους Έλληνες στρατιώτες που χάθηκαν και είναι θαμμένοι στην γη της Αλβανίας και μάλιστα τις επόμενες μέρες θα γίνει μία τελετή στην μνήμη τους, το θέμα το λεγόμενο των Κοιμητηρίων. Και βεβαίως από την δική μας πλευρά έχουμε κάνει βήματα προς την Αλβανική πλευρά σε σχέση με το ζήτημα των αδειών οδήγησης, σε μία σειρά από όχι κορυφαία ζητήματα, αλλά σημαντικά για τις σχέσεις των δύο χωρών. Τα δύο θέματα που απομένουν, πέραν της ΑΟΖ, είναι το ζήτημα του εμπολέμου και των συνόρων, στα οποία βρισκόμαστε πολύ κοντά στο να βρεθεί μία κάποια διευθέτηση. Θέματα τα οποία όμως, ενώ έχουμε προχωρήσει σε ένα εξαιρετικά σημαντικό σημείο, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε ολοκληρώσει. Συμφώνησα λοιπόν με τον Αλβανό ομόλογο μου, το επόμενο διάστημα, οι δύο υπουργοί των Εξωτερικών να εντείνουν τις προσπάθειες τους, χωρίς να έχουμε κάποια ιδιαίτερη πίεση, για να δούμε σε πιο βαθμό θα μπορέσουμε να έχουμε μία θετική διευθέτηση, το συντομότερο δυνατό.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε πρόεδρε, αναφερθήκατε στην συνάντηση με τον Ερντογάν, είπατε ότι δεν ήταν και η πιο εύκολη συνάντηση, ήταν μία δύσκολη συνάντηση.  Όταν λέτε δύσκολη, πιο ήταν αυτό το οποίο δυσκόλεψε περισσότερο την συνάντηση αυτή, πιο ήταν το χαρακτηριστικό της συνάντησης αυτής, που δυσκόλεψε περισσότερο τις συνομιλίες που είχατε; Και σε ότι αφορά το θέμα των παραβιάσεων, ανέφερε κάτι ο Τούρκος πρόεδρος; Χθες να θυμίσω, σε ότι αφορά το Αιγαίο, είχαμε 37 παραβιάσεις από τις οποίες 25 ήταν από οπλισμένα τουρκικά αεροσκάφη. Που θα πάει αυτή η κατάσταση;

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Αντιλαμβάνεστε ότι το πιο δύσκολο σημείο ήταν το ζήτημα των δύο υποθέσεων που βρίσκονται σε δικαστικό δρόμο. Η διαφορά είναι ότι ο ένας δρόμος έχει ολοκληρωθεί και ο άλλος δεν έχει ξεκινήσει ακόμα. Από εκεί και πέρα πρέπει να σας πω ότι η Τουρκική πλευρά έχει μία διαφορετική προσέγγιση στα ζητήματα των παραβιάσεων διαρκώς, καθότι δεν αναγνωρίζει ως παραβιάσεις αυτές που αφορούν τις πτήσεις αεροσκαφών στα δικά μας μίλια, γιατί υπάρχει μία διαφορά ανάμεσα στα χωρικά ύδατα και στον εναέριο χώρο της Ελλάδας, καθώς έχουμε ασκήσει το δικαίωμα μας να επεκτείνουμε τον εναέριο χώρο από τα έξι μίλια στα δέκα. Εν τούτοις, πέραν αυτού, εγώ του κατέθεσα και στοιχεία, τα οποία αναδεικνύουν ότι έχουμε υπερπτήσεις πάνω από νησιά. Και βεβαίως ότι έχουμε αερομαχίες και εμπλοκές. Εκεί δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση. Και βεβαίως νομίζω ότι η καλύτερη είδηση από αυτήν την συνάντηση είναι ότι συμφωνήσαμε να συνεχιστεί και να ενταθεί ο δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στους αρχηγούς των Γενικών Επιτελείων και βεβαίως ανάμεσα στους δύο υπουργούς των Εξωτερικών, προκειμένου να βρούμε τον τρόπο της αναγκαίας αποκλιμάκωσης της έντασης στο Αιγαίο, Αυτό ήταν ένα  σημείο, στο οποίο και οι δύο πλευρές συμφωνήσαμε.

Η Σύνοδος αυτή καθαυτή δεν αποτέλεσε, όπως βλέπω αντικείμενο….

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ:… τα είπε όλα ο Τραμπ…

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: …τα είπε όλα ο πρόεδρος Τραμπ. Εγώ απλά να επισημάνω κάτι αν μου επιτρέπεται κλείνοντας. Η Σύνοδος αυτή και η αντιπαράθεση, έτσι όπως εξελίχθηκε ανάμεσα στο πρόεδρο Τραμπ και σε άλλους συμμάχους, σε ότι αφορά τις αμυντικές δαπάνες, ίσως αναδεικνύει κάτι βαθύτερο που έχει σημασία να το επισημάνω. Ίσως αναδεικνύει μία διαφορετική οπτική από την πλευρά των ΗΠΑ, σε σχέση με την ίδια την Συμμαχία. Ο πρόεδρος Τραμπ σε κάποια στιγμή αναφέρθηκε με την εξής φράση: «¨Ότι η Συμμαχία είναι περισσότερο απαραίτητη», είπε, «για τις ευρωπαϊκές χώρες παρά τις ΗΠΑ». Θεωρώ ότι αυτό σηματοδοτεί μια στρατηγικού χαρακτήρα αλλαγή, στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση των ΗΠΑ αντιμετωπίζει την Συμμαχία. Εν τούτοις θα μου επιτρέψετε να επισημάνω ότι το αίτημα να υπάρχει δίκαιη και αναλογική μοιρασιά των βαρών, διαμερισμός των βαρών, είναι ένα δίκαιο αίτημα. Και είναι ένα δίκαιο αίτημα ,κυρίως όταν ακούγεται από χώρες σαν την Ελλάδα και όχι από χώρες σαν τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ είχαν εδώ και πάρα πολλά χρόνια συνειδητά αυτό το οικονομικό βάρος, το οποίο το είχαν μεταφράσει σε ηγεμονία στον πλανήτη. Ήταν το κόστος αυτής της ηγεμονίας. Σήμερα έχουν μία άλλη αντίληψη, στρατηγικού χαρακτήρα, για το πώς μπορεί αυτή η ηγεμονία να προωθηθεί περαιτέρω. Ενδεχομένως να μην περνάει μόνο από το ΝΑΤΟ. Είναι μία αξιοσημείωτη αλλαγή, ήθελα να κάνω ένα σχόλιο ως προς αυτό. Αλλά για χώρες όπως η Ελλάδα αυτό είναι κρίσιμο. Η Ελλάδα τηρεί για πάρα πολλά χρόνια αυτές τις συμβατικές υποχρεώσεις από τα λίγα που έχει. Και θα έλεγα ότι μία από τις αιτίες που οδηγηθήκαμε και στην κρίση, ήταν ακριβώς αυτή. Όταν άλλοι εταίροι μας στην ΕΕ, που έχουν και αμυντική βιομηχανία, άρα οι δαπάνες τους σε εξοπλισμούς είναι και κατά ένα μέρος αναπτυξιακές, έδιναν πολύ λιγότερα αναλογικά από ότι δίνει η Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα έδινε εξαιτίας της θέσης της στον χάρτη και της ιδιομορφίας της σχέσης της με την Τουρκία, αλλά και άλλες χώρες στην περιοχή και άρα η Ελλάδα δεν είχε την δυνατότητα, εξαιτίας αυτού του λόγου, να μπορεί να δαπανά για την Παιδεία, για την Υγεία, για κοινωνικές υποδομές, δεν μπορεί, και μετά από όλα όσα τράβηξε η Ελλάδα το προηγούμενο διάστημα με την οικονομική κρίση, που έχασε το 25% του εθνικού της πλούτου αλλά παρέμεινε σε δαπάνες εντός του συμβατικού της ορίου, δεν μπορεί κάποιοι άλλοι να λένε, θα το δούμε στο μέλλον, δεν μας αφορά. Και κυρίως δεν μπορεί κάποιοι, οι οποίοι στο πλαίσιο της ΕΕ, εντός ενός άλλου Οργανισμού, στον οποίο συμμετέχουμε και στο πλαίσιο της αλληλεγγύης πάλι, ανάγκασαν την Ελλάδα να ταυτιστεί, να ευθυγραμμιστεί με την λογική των κυρώσεων στην Ρωσία, που δημιούργησε ένα τεράστιο πλήγμα στην αγροτική μας οικονομία, δεν μπορεί να λένε ότι, εν πάση περιπτώσει η διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας θα πρέπει να είναι μία υπόθεση που να αφορά μονάχα τον Νότο και όχι τον Βορρά. Θέλω λοιπόν με δυο λόγια να πω, ότι ενδεχομένως ο τρόπος με τον οποίο έθεσε το ζήτημα ο πρόεδρος Τραμπ να ήταν ολίγον, μη πολιτικά ορθός, το συνηθίζει άλλωστε, αλλά η ουσία του αιτήματος που κατατέθηκε ήταν κατά την άποψη μου πολιτικά ορθότατη.

Ευχαριστώ πολύ.

Προηγούμενο άρθροΦώφη Γεννηματά : Χωρίς προετοιμασία ο Πρωθυπουργός στη συνάντηση με τον Ερντογάν
Επόμενο άρθροΣυνέντευξη του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, στον ρ/σ «στο Κόκκινο»