Χρόνιες στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, δεν κάμφθηκαν στα χρόνια της κρίσης, στο βωμό της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, αντί να διορθωθούν παθογένειες που «στραγγαλίζουν» την εγχώρια αγορά, πάρθηκαν αποφάσεις που οδήγησαν σε χειρότερες καταστάσεις και ως αποτέλεσμα την μακρά παραμονή της χώρας σε συνθήκες ύφεσης. Όπως αναφέρει το Ινστιτούτο Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), προβλήματα όπως οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, η χαμηλή πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη ρευστότητα, το ιδιαίτερα ευμετάβλητο και ασταθές θεσμικό πλαίσιο, η φοροδιαφυγή, το λαθρεμπόριο, το παραεμπόριο, η γραφειοκρατία, η δυσκολία στην προσέλκυση επενδύσεων, η βραδύτητα και η αναποτελεσματικότητα στην απονομή δικαιοσύνης, το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης δανείων αλλά και το χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης στη σχέση κράτους-ιδιωτικού τομέα δεν λύθηκαν κατά τη διάρκεια των μνημονίων με αποτέλεσμα η εγχώρια επιχειρηματικότητα να συνεχίζει να βρίσκεται επί ξηρού ακμής.
Η πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε κεφάλαια γίνεται με δυσκολία με αποτέλεσμα η ρευστότητά τους να βρίσκεται στο ναδίρ. Και όσοι δανείστηκαν ή μπορούν να δανειστούν χρήματα έρχονται αντιμέτωποι με ένα ιδιαίτερα υψηλό κόστος εξυπηρέτησης αυτών των δανείων, καθώς τα επιτόκια στη χώρα μας είναι υψηλότερα από πολλές άλλες χώρες. Η πολυνομία και οι αλλαγές κάθε λίγο και λιγάκι σε βασικούς νόμους αποθαρρύνει νέες επενδύσεις. Επίσης, το κράτος συνεχίζει να παραμένει αφερέγγυο απέναντι στους ιδιώτες καθώς τους χρωστά εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για πολλούς μήνες, όταν το ίδιο απαιτεί από τους πολίτες να είναι τυπικοί στις φορολογικές και ασφαλιστικές.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης υπόσχεται τώρα, ότι μετά τη έξοδο της χώρας από τα μνημόνια δεν θα οφείλει σε κανέναν ιδιώτη για περισσότερες από 90 ημέρες. Μένει τα λόγια να γίνουν πράξεις.