Φίλες και φίλοι,
Όλα όσα μεσολάβησαν από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε εδώ, έρχονται να μας θυμίσουν ξανά πόση σημασία έχει η σταθερότητα και η αξιοπιστία στην πολιτική. Γιατί, αν μείνουμε σταθεροί κι έχουμε καθαρές θέσεις, τα γεγονότα, έρχονται με το μέρος μας. Εδώ και δύο χρόνια η Ν.Δ. έχει ζητήσει τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Ένα αίτημα το οποίο δικαιώνεται πλέον κάθε βδομάδα που περνά και αποτελεί πια κοινή απαίτηση, όχι μόνον της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, αλλά και της πλειονότητας των πολιτών.
Είναι το μέτωπο της πολιτικής ευθύνης, αλλά και της κοινής λογικής. Απέναντι σε μια κυβέρνηση η οποία συνεχίζει να παίζει με τις τύχες της χώρας, επιδιώκοντας να έχει μικροκομματικά οφέλη, ακόμα και σε μείζονα εθνικά θέματα. Οι εξελίξεις τόσο στα εξωτερικά όσο και στην οικονομία, εγκυμονούν μεγάλους κινδύνους.
Να ξεκινήσω από τα εξωτερικά και από το Σκοπιανό. Θυμίζω ότι η κυβέρνηση, ύστερα από μια περίοδο μυστικής διπλωματίας, είχε εμφανίσει περίπου ως έτοιμη μία λύση που αναφερόταν μόνο στο ζήτημα του ονόματος. Λες και είναι μόνο αυτό το θέμα. Χρειάστηκε η σθεναρή παρέμβαση της Ν.Δ, για να αναθεωρήσουν πλήρως τη γραμμή τους και να αποδεχθούν το αυτονόητο τρίπτυχο «Συνταγματική αλλαγή – Αποκήρυξη του αλυτρωτισμού – Όνομα erga omnes, δηλαδή αποδεκτό από όλους και για κάθε χρήση εσωτερική και εξωτερική».
Μετά μας έφεραν ξανά ως όνομα, αιφνιδιαστικά, το απολύτως απαράδεκτο, «Μακεδονία του Ίλιντεν». Το απορρίψαμε αμέσως, αναδεικνύοντας το προφανές: ότι η κυβέρνηση είναι ανιστόρητη και για αυτό επικίνδυνη. Και αναγκάστηκε η Κυβέρνηση σε μια νέα αναπροσαρμογή της γραμμής της.
Δυστυχώς, ο κ. Τσίπρας παραμένει επικίνδυνος για τα εθνικά συμφέροντα. Η κυβέρνησή του δεν διαθέτει τη σοβαρότητα που απαιτείται για να διαχειρισθεί κρίσιμα εθνικά θέματα. Και αυτό οφείλει να το συνειδητοποιήσει, όχι μόνον ο κ. Τσίπρας, αλλά και ο κ. Κοτζιάς που συχνά μοιάζει να υπερασπίζεται περισσότερο τα επιχειρήματα των γειτόνων μας παρά τις αυτονόητες αξιώσεις της χώρας. Και το κάνει, όπως το έκανε και χθες το βράδυ στην τηλεοπτική του συνέντευξη, με μία απροκάλυπτη – μπορώ να πω – έμφυτη, αλαζονεία.
Αυτό που βλέπουμε είναι μια μεγάλη αγωνία να βρεθεί πάση θυσία και όσο γίνεται ταχύτερα μια λύση στο Σκοπιανό, προκειμένου να εξυπηρετηθούν διεθνείς σκοπιμότητες. Όλα αυτά ενώ η κυβέρνηση δεν διαθέτει καμία πολιτική νομιμοποίηση για να προχωρήσει σε μία διεθνή συμφωνία. Ως τι άραγε διαπραγματεύεται σήμερα ο κ. Τσίπρας; Διαπραγματεύεται ως Πρωθυπουργός που έχει τη στήριξη όλων των μελών του Υπουργικού του Συμβουλίου, αλλά και σύσσωμης της κοινοβουλευτικής συμπολίτευσης; Ή διαπραγματεύεται μόνο ως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ;
Τέτοια φαινόμενα, δυστυχώς, δεν έχουμε ξαναδεί επί των ημερών καμίας ελληνικής κυβέρνησης. Εμείς ως Ν.Δ. παραμένουμε αταλάντευτα σταθεροί στη θέση μας: Η λύση πρέπει να είναι ενιαία, συνολική και να περιλαμβάνει τρία στοιχεία: Αλλαγή του Συντάγματος των Σκοπίων, αφαίρεση κάθε αλυτρωτικού στοιχείου, συμπεριλαμβανομένων και της εθνότητας και της γλώσσας. “Μακεδονική εθνότητα” και “μακεδονική γλώσσα” δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Μία ονομασία για όλες τις χρήσεις -εντός και εκτός συνόρων. Και ένα όνομα κοινής αποδοχής, που δεν θα δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο κρατών από την επόμενη κιόλας ημέρα.
Η θέση μας είναι έντιμη, ρεαλιστική και πατριωτική. Υπηρετεί τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη. Και διαφυλάσσει την ενότητα των Ελλήνων. Εμείς δεν θα επιτρέψουμε για άλλη μια φορά στο ΣΥΡΙΖΑ να διχάσει τον ελληνικό λαό, αποβλέποντας σε πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη. Είμαστε εδώ για να αποτρέψουμε και την αστάθεια και την ακρότητα. Και για να υπερασπιστούμε πάνω από όλα τα εθνικά συμφέροντα. Μία συμφωνία η οποία δεν θα ικανοποιεί αυτά τα εθνικά συμφέροντα δεν θα γίνει αποδεκτή από εμένα, από εμάς, από τη Ν.Δ.
Σύντομα τώρα σε ό,τι αφορά την υπόθεση των 8 Τούρκων αξιωματικών που βρίσκονται στην Πατρίδα μας: Οι νέες προκλητικές δηλώσεις από την πλευρά της Τουρκίας για αυτήν την υπόθεση είναι απαράδεκτες. Η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλει να τηρεί τις αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου, να υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και να σέβεται, φυσικά, την αυτοτέλεια και την ανεξαρτησία της ελληνικής Δικαιοσύνης. Η κυβέρνηση, κάποια στιγμή, οφείλει να πάψει να σιωπά απέναντι στους τουρκικούς ισχυρισμούς για υποσχέσεις που δήθεν έδωσε ο κ. Τσίπρας για την έκδοση των 8 αξιωματικών. Ήρθε η ώρα, επιτέλους, ο κ. Τσίπρας να απαντήσει για το ζήτημα αυτό.
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Έρχομαι σύντομα στην οικονομία και στη συνέχεια θα μας κάνει και ο Χρήστος ο Σταϊκούρας μία πιο αναλυτική παρουσίαση για τα οικονομικά δεδομένα. Να επαναλάβουμε όμως μια σειρά από αυτονόητες αλήθειες. Το Τρίτο Πρόγραμμα λήγει τον Αύγουστο. Ωστόσο -δεν θα κουραστούμε να το λέμε- η χώρα έχει δεσμευθεί σε βαριά μέτρα για τα επόμενα χρόνια. Οι νέες μειώσεις των συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου συνιστούν επί της ουσίας ένα Τέταρτο Μνημόνιο. Ένα Τέταρτο Μνημόνιο που έχει την υπογραφή Τσίπρα-Καμμένου. Με νέα μέτρα τα οποία μάλιστα δεν συνοδεύονται από πρόσθετη χρηματοδότηση.
Επαναλαμβάνω -γιατί συχνά το ξεχνάμε εστιαζόμενοι μόνο στις επώδυνες περικοπές των συντάξεων που θα λάβουν χώρα από 1/1/2019 και η ίδια η Κυβέρνηση βέβαια θα έπρεπε να έχει στείλει τα ειδοποιητήρια στους συνταξιούχους, να τους ειδοποιήσει για τις περικοπές των συντάξεων που αυτή έχει νομοθετήσει– ότι έρχεται από 1/1/2020 και η μείωση του αφορολόγητου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι για πρώτη φορά θα πληρώσουν φόρο εισοδήματος οι -κατά την κυβέρνηση- «μεγαλοεισοδηματίες», εργαζόμενοι των 450 των 500 ευρώ το μήνα. Οι μισθωτοί των 660 ευρώ θα πληρώσουν φόρο -εάν δεν μειωθεί εν τω μεταξύ και ο εισαγωγικός συντελεστής όπως εμείς εισηγούμαστε- ένα μηνιάτικο. Ορισμένοι συνταξιούχοι θα χάσουν δύο μηνιάτικα. Ένα μηνιάτικο από την περικοπή των συντάξεων και ένα δεύτερο μηνιάτικο από τη μείωση του αφορολόγητου.
Όλα αυτά οι πολίτες τα γνωρίζουν. Ξέρουν καλά τι εισπράττουν, ξέρουν πόσο δυσκολεύονται να βγάλουν τον μήνα. Και ξέρουν, επίσης, ότι κανένα έκτακτο επίδομα δεν μπορεί να καλύψει το κόστος των μόνιμων περικοπών. Όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ η Ελλάδα θα υπόκειται -το ξέρουμε πια αυτό, κανείς δεν το αμφισβητεί, ούτε καν ο κ. Τσακαλώτος- σε ένα καθεστώς πολύ αυστηρής εποπτείας. Διαφορετικό τελείως από αυτό το οποίο ίσχυσε για την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Κύπρο.
Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η Ευρωζώνη μπαίνει σε νέο κύκλο αστάθειας. Οι εξελίξεις στην Ιταλία, είναι δυστυχώς για εμάς τους Έλληνες κάτι θλιβερά και δυσάρεστα γνώριμο. Ξαναζούμε νοερά τι μπορεί να συμβεί όταν οι δυνάμεις του λαϊκισμού παίρνουν το πάνω χέρι, υποσχόμενες ψεύτικες λύσεις σε πραγματικά όμως προβλήματα. Στην Ελλάδα πληρώσαμε ακριβά και θα πληρώνουμε για πολλά χρόνια, ακριβά τα ψέματα του κ. Τσίπρα.
Τρία χρόνια τώρα -και θέλω να το τονίσω αυτό- η Ελλάδα έχασε μια μοναδική ευκαιρία να μειώσει το κόστος του δανεισμού της στα αντίστοιχα επίπεδα χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Αν αυτό είχε συμβεί, αν το είχε πετύχει ο κ. Τσίπρας, θα μπορούσαμε να βγούμε εύκολα στις διεθνείς αγορές, χωρίς την αγωνία των διεθνών εξελίξεων. Αλλά, δυστυχώς, το πρόβλημα της χώρας παραμένει βαθιά πολιτικό. Είναι πρόβλημα αξιοπιστίας. Είναι πρόβλημα εμπιστοσύνης. Είναι πρόβλημα ασυνέπειας λόγων και έργων.
Για αυτό η Ελλάδα συστηματικά τα τελευταία τρία χρόνια έχει τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη. Κι αυτό, παρά την εξαιρετικά ευνοϊκή μακροοικονομική συγκυρία από το 2015 ως και το 2017: Ιστορικά χαμηλά επιτόκια, χαμηλές τιμές πετρελαίου, ισχυρή ανάπτυξη σε όλη την Ευρώπη. Αυτή δυστυχώς η μακροοικονομική συγκυρία φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Και αυτά τα τρία χρόνια, αντί η Ελλάδα να συγκλίνει με την υπόλοιπή Ευρώπη, απέκλινε. Έτσι πέρασαν τρία χαμένα χρόνια. Χαμένα για όλους εκτός από αυτούς που απολαμβάνουν την εξουσία.
Οι επόμενοι μήνες είναι εξαιρετικά κρίσιμοι. Φτάνουμε στο τέλος του Προγράμματος και το ζήτημα του ελληνικού χρέους ακόμα δεν έχει ακόμα λυθεί. Κι αυτό αθροίζει ανασφάλεια στη δυνατότητα της χώρας μας να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές. Και εδώ θέλω, για άλλη μια φορά, να διαβεβαιώσω και εσάς, αλλά και όλους τους πολίτες ότι ανεξαρτήτως του τι κάνει η ανεύθυνη κυβέρνηση, εγώ θα εξακολουθώ να δίνω το δικό μου προσωπικό αγώνα σε όλη την Ευρώπη για να πετύχει η Ελλάδα μας την καλύτερη δυνατή ρύθμιση για το χρέος της. Εξάλλου είναι μια δέσμευση που οι Ευρωπαίοι έχουν εταίροι μας είχαν αναλάβει για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 2012. Ήρθε η ώρα πια να την κάνουν πράξη.
Θέλω όμως εδώ να είμαι σαφής: Ο κ. Τσίπρας είναι αυτός ο οποίος έχει την αποκλειστική ευθύνη να διασφαλίσει ότι η χώρα θα έχει πρόσβαση στις αγορές και θα έχει πρόσβαση με ικανοποιητικό επιτόκιο.
Θυμίζω -θα τα πούμε πιο αναλυτικά στη συνέχεια- ότι στο Τρίτο Πρόγραμμα εξακολουθούν να υπάρχουν αδιάθετα ποσά ύψους 27.4 δις ευρώ, Η κυβέρνηση, η χώρα, οφείλει αυτό το ποσό να το αξιοποιήσει. Περιμένουμε να δούμε πώς θα αξιοποιηθεί αυτό το ποσό, ώστε η έξοδος στις αγορές να γίνει με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Προς το παρόν δεν έχουμε ακούσει τίποτε για αυτό. Και ο λόγος που δεν έχουμε ακούσει τίποτε είναι διότι η κυβέρνηση είναι, δυστυχώς, θεατής σε μια διαπραγμάτευση μεταξύ των δανειστών, στην οποία δεν έχει ούτε λόγο και δεν μπορεί να ασκήσει καμία επιρροή.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έρχομαι γρήγορα στα υπόλοιπα θέματα της επικαιρότητας. Έχουμε στη Βουλή σήμερα -και είναι κι εκεί η αρμόδια Τομεάρχης μας- ένα ακόμα «νομοσχέδιο-σκούπα» για την Παιδεία. Κατατέθηκε αργά το βράδυ της Παρασκευής, συζητείται χωρίς να υπάρχει κανείς απολύτως λόγος με τη διαδικασία του επείγοντος, γιατί; Για να κρύψουν αυτοί που το εισηγήθηκαν ότι κομματικοποιούν και πάλι προκλητικά τη διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Το χειρότερο από όλα, όμως, είναι ότι καταργούν πια και με τη βούλα την αξιολόγηση στους εκπαιδευτικούς. Και υποβαθμίζουν χρήσιμους θεσμούς όπως οι σχολικοί σύμβουλοι. Υποβαθμίζουν και την Ειδική Αγωγή. Νύχτα τα κάνουν όλα αυτά για να μην αντιληφθεί κανείς τι κάνουν. Και να ζητήσω από όλες και από όλους -εγώ δεν θα είμαι εδώ γιατί θα βρίσκομαι στο εξωτερικό- την Πέμπτη στην Ολομέλεια να αναδείξουμε τα ζητήματα αυτά και να καταγγείλλουμε την κυβέρνηση γι’ αυτά τα οποία κάνει σήμερα στην Παιδεία και ειδικά στα σχολεία μας.
Στα θέματα της Δημόσιας Τάξης, η χώρα μοιάζει ολοένα και περισσότερο με ανοχύρωτη πολιτεία. Μια χώρα που βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση πολιορκίας από κλοπές, από ληστείες, από φόνους. Που βλέπει να εκχωρούνται στην παραβατικότητα συνοικίες ολόκληρες, από το Ζεφύρι μέχρι τα Εξάρχεια. Που μετρά χιλιάδες αποφυλακίσεις, με το διαβόητο νόμο Παρασκευόπουλου και απειλείται ξανά από την τρομοκρατία η οποία σηκώνει και πάλι κεφάλι. Που στέκεται, δυστυχώς, αδιάφορη απέναντι στην πρωτοφανή ενέδρα που στήθηκε στη Θεσσαλονίκη για να καούν ζωντανοί αστυνομικοί των Μ.Α.Τ. στη συμπρωτεύουσα. Επιτρέψτε μου, εδώ, μία παρένθεση, καθώς το θέμα της βίας συσκοτίζεται συστηματικά από την κυβερνητική προπαγάνδα. Γιατί; Μα, γιατί ακριβώς εκεί εδράζεται μία θεμελιώδης διαφορά των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από το δημοκρατικό κανόνα: Εμείς, σε κάθε ευκαιρία, καταδικάζουμε τη βία απερίφραστα και ανεξάρτητα από την προέλευσή της. Χωρίς αστερίσκους και επιφυλάξεις, χωρίς «ναι μεν, αλλά».
Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεχωρίζει τους τραμπούκους σε «φασίστες» και σε «πλήθη διαμαρτυρίας». Προσέξτε, δεν απορρίπτει, αλλά…βαθμολογεί τη βία, ζυγίζοντάς την με το αν οι δράστες προπηλακίζουν, πετούν γιαούρτια ή μολότοφ. Αποκρύπτει, όμως, έτσι την εσωτερική της κλιμάκωση. Και αυτή την άκρως ανησυχητική εξοικείωση μιας κοινωνίας με τα φαινόμενα βίας. Aποκρύπτει ότι ο προπηλακισμός εύκολα γίνεται γροθιά, η γροθιά βόμβα μολότοφ και η μολότοφ σφαίρα. Έτσι -με έναν τρόπο ύπουλο- αθωώνει τελικά την τρομοκρατία. Γι’ αυτό και επιμένει να θεωρεί «συλλογικότητες» οργανώσεις όπως ο Ρουβίκωνας, άσχετα με το αν αυτοί παρελαύνουν ένοπλοι στα Εξάρχεια. Για αυτό αδρανεί όταν τα γνωστά μέλη του υποδέχονται με πανηγυρισμούς και με προκλητικές αναρτήσεις στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τον αμετανόητο Κουφοντίνα, όταν αυτός βγαίνει από τη φυλακή. Γι’ αυτό αντιμετωπίζει το Πολυτεχνείο και άλλες περιοχές και τα ακαδημαϊκά ιδρύματα της Θεσσαλονίκης -δυστυχώς είναι στην ίδια μοίρα- ως επαρχίες ενός αυτόνομου «κράτους». Ενός κράτους που στήνει το παρακράτος των υπονομευτών της Δημοκρατίας μας. Όλα αυτά δεν θα κουραστούμε να τα λέμε κι ας ενοχλούν κάποιους, κι ας επιμένουν ότι αυτή είναι μία ατζέντα με ιδεολογικό χρώμα. Δεν έχει ιδεολογικό χρώμα αυτή η ατζέντα. Αυτά θα τελειώσουν. Και η νομιμότητα θα αποκατασταθεί και πάλι και οι πολίτες θα αισθάνονται, για άλλη μια φορά, ασφαλείς.
Διότι δυστυχώς η κοινωνία σήμερα ζει μέσα στην ανασφάλεια, τη φτώχεια και υφίσταται την πολιτική ευτέλεια της διακυβέρνησης Τσίπρα -Καμμένου. Η Ν.Δ. παραμένει η μόνη δύναμη σταθερότητας, ομαλότητας και προοπτικής. Σε αυτή τη δύσκολη, τη σκοτεινή συγκυρία, πρέπει να είμαστε και μια δύναμη αισιοδοξίας. Η Ελλάδα θέλει να γυρίσει σελίδα, το ξέρουμε όλοι. Το ξέρετε όλοι. Έχουμε έτοιμο σχέδιο να απελευθερώσουμε τις υγιείς δυνάμεις της οικονομίας και να αποκαταστήσουμε τη σχέση της οικονομίας με το κράτος. Έχουμε συγκεκριμένες δράσεις, έχουμε αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις που μπορούμε να τις ικανοποιήσουμε. Μακριά από τους βερμπαλισμούς και την πελατειακή ιδιοτέλεια ενός υποτιθέμενου «ολιστικού σχεδίου ανάπτυξης», που διακινεί η κυβέρνηση.
Αγαπητοί συνάδελφοι, τον τελευταίο μήνα έκανα μια σειρά από πολιτικές παρεμβάσεις που αποσαφήνισαν με λεπτομέρεια το στίγμα του προγραμματικού μας λόγου. Επαναβεβαίωσα στις Γενικές Συνελεύσεις του ΣΕΒ και του ΣΕΤΕ, τη δέσμευσή μας για μείωση φόρων και εισφορών. Τη δέσμευσή μας για άμεση μείωση της φορολογίας στην εργασία για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ, με εισαγωγικό συντελεστή 9%, τη μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις, στα μερίσματα, στον ΕΝΦΙΑ, αλλά και στο ΦΠΑ για το τουριστικό μας πακέτο, για να έχει την ίδια φορολογική μεταχείριση η εστίαση με τη διαμονή. Όπως συμβαίνει σε όλες τις ανταγωνιστικές προς το ελληνικό τουριστικό προϊόν χώρες.
Μιλήσαμε, όμως, και για το πως η δική μας φορολογική πολιτική είναι αναπτυξιακή. Με κίνητρα, όπως οι υπεραποσβέσεις, ο διπλασιασμός της περιόδου συμψηφισμού ζημιών με κέρδη, η μείωση της φορολογίας σε επενδύσεις σε έρευνα, τεχνολογία και καινοτομία. Η πρότασή μας για λελογισμένη αύξηση του συντελεστή δόμησης για τους κοινόχρηστους χώρους των ξενοδοχείων σε περίπτωση που προβαίνουν σε ενεργειακή αναβάθμιση, έγινε εξαιρετικά θετικά δεκτή από την ξενοδοχειακή κοινότητα. Αλλά και οι μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές για έσοδα από προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας, η αποσαφήνιση της φορολογικής κατοικίας και η ενίσχυση του προγράμματος golden visa/non-dom -εμείς το είχαμε εισάγει στην προηγούμενη Κυβέρνηση- μπορούν όλες αυτές οι πρωτοβουλίες να φέρουν σημαντικά κεφάλαια από το εξωτερικό. Η φορολογική συμμόρφωση θα ενισχυθεί όχι μόνο με τη μείωση φόρων και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, αλλά και με μια επιθετική προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, κάτι στο οποίο προσωπικά πιστεύω πολύ.
Αλλά -μας το λένε συνέχεια εργοδότες, αλλά και εργαζόμενοι- όσο σημαντική είναι η μείωση των φόρων, άλλο τόσο σημαντική είναι η μείωση των εισφορών, η επιβάρυνση στη μισθωτή εργασία. Και αυτό αφορά τόσο τους αυτοαπασχολούμενους όσο και τη μισθωτή εργασία. Ακόμη και σήμερα, το ασφαλιστικό σύστημα, μετά τις πολλές παρεμβάσεις που έχουν γίνει, και δυστυχώς ως αποτέλεσμα και των συνεπειών αυτής της τραγικής τριετίας, δεν εξασφαλίζει πλήρως την αλληλεγγύη των γενεών. Μετατρέπει πολλές συντάξεις σε προνοιακά επιδόματα, ενθαρρύνει την εισφοροδιαφυγή και ναρκοθετεί την ανταγωνιστικότητα των συνεπών επιχειρήσεων. Αυτό πρέπει να αλλάξει.
Έχω μιλήσει για ένα ασφαλιστικό σύστημα τριών πυλώνων, το οποίο και θα παρουσιάσω αναλυτικά τους επόμενους μήνες. Έτσι ώστε να μπορούμε να μειώσουμε τις εισφορές, να αυξήσουμε την ανταποδοτικότητα και να δώσουμε κίνητρα σε κάθε εργαζόμενο, εάν το επιθυμεί, να έχει συμπληρωματική –το τονίζω συμπληρωματική– ιδιωτική ασφάλιση. Είτε μιλάμε για ασφάλιση για σύνταξη, είτε μιλάμε για ασφάλιση υγείας. Είναι μια έντιμη μεταρρύθμιση που την οφείλουμε στους ασφαλιζόμενους και κυρίως στη νεότερη γενιά. Η οποία αισθάνεται σήμερα ότι εισφέρει σε ένα σύστημα και δεν περιμένει ποτέ ότι θα πάρει τίποτα πίσω από αυτό το ασφαλιστικό.
Τον τελευταίο μήνα μιλήσαμε, όμως, και για το ψηφιακό μέλλον της Πατρίδας μας. Η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει το τρένο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Βρέθηκα μαζί με την αρμόδια επίτροπο Γκάμπριελ στη Θεσσαλονίκη για να μιλήσουμε από κοινού για το κοινό μας όραμα για έναν δραστικό ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, αλλά και του ελληνικού Δημοσίου. Είναι σημαντικό να επισημαίνουμε αυτές τις παρεμβάσεις, επειδή αποδεικνύουν έμπρακτα –και αν κάνετε σύγκριση με τις ομιλίες του Πρωθυπουργού, θα το δείτε πιο ξεκάθαρα– ποιο κόμμα μιλάει με γενικότητες και πλαδαρότητες, αναμασώντας τα ίδια κλισέ, επενδύοντας στο διχασμό και στο παρελθόν και ποιο κόμμα έχει συγκροτημένο, τεκμηριωμένο και ρεαλιστικό σχέδιο, για την επόμενη μέρα της χώρας.
Το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε: Δεν θα πάμε στις εκλογές με ψέματα και λάσπη. Εμείς θα μιλήσουμε στους πολίτες για το σχέδιό μας, που θα το ξεδιπλώσουμε σε κάθε του λεπτομέρεια. Ένα σχέδιο για επενδύσεις, δουλειές και ανάπτυξη –όχι για φόρους, φτώχεια και φόβο, που είναι η συνταγή της σημερινής κυβέρνησης. Ένα σχέδιο για όλους. Γιατί η Ν.Δ. παραμένει μεγάλη, προοδευτική, λαϊκή Παράταξη.
Και θα δώσω εδώ μεγάλη έμφαση στα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων. Το έχουμε συζητήσει πολλές φορές, θέλω να το επαναλάβω, όμως. Δεν πρέπει να μιλάμε μόνο στους ανέργους. Πρέπει να μιλήσουμε και στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Ειδικά στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Να τους μιλήσουμε για ένα νέο μοντέλο επιχειρηματικότητας όπου οι εργαζόμενοι είναι συμμέτοχοι στην επιχειρηματική επιτυχία. Και να αφήσουμε επιτέλους πίσω μας -να το πούμε ξεκάθαρα, να μη το φοβηθούμε- το μοντέλο της κρατικοδίαιτης διαπλεκόμενης επιχειρηματικότητας που δημιουργεί πλούτο για τους λίγους σε βάρος των εργαζόμενων και του κοινωνικού συνόλου. Κάποιοι στο παρελθόν φόρτωσαν τα δικά τους φέσια στις πλάτες των εργαζόμενων, των τραπεζών, των φορολογούμενων, διατηρώντας ανέπαφη την προσωπική τους περιουσία. Θα το ξαναπώ και σήμερα: Δεν έχουν θέση στην Ελλάδα της επόμενης μέρας.
Πρότεινα στους εργοδότες μια έντιμη συμφωνία αλήθειας. Εμείς θα μειώσουμε φόρους και εισφορές, θα βελτιώσουμε την πρόσβαση σε ρευστότητα, θα απλοποιήσουμε δραστικά το επιχειρηματικό περιβάλλον. Και οι επιχειρηματίες θα επενδύσουν στον τόπο μας, θα βελτιώσουν τη φορολογική τους συμμόρφωση, θα προστατεύουν το περιβάλλον, θα προβαίνουν σε ουσιαστικότερες δράσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Κυρίως όμως θα φροντίσουν τους εργαζομένους τους. Η ανάκαμψη της οικονομίας, όταν θα έρθει, θα πρέπει να αφορά όλους. Όχι μόνο τους λίγους προνομιούχους που βρίσκονται κοντά στα συστήματα εξουσίας, αλλά ολόκληρη την κοινωνία. Και βέβαια, όχι μόνο τους επιχειρηματίες, αλλά και όλο τον κόσμο της εργασίας.
Δεν είναι απλά ότι δεν θα ανεχτούμε καμία απόκλιση από την εργασιακή νομοθεσία. Αυτό είναι το αυτονόητο. Θα δώσουμε γενναία κίνητρα σε όσους επιχειρηματίες θέλουν να κάνουν τους εργαζομένους συμμέτοχους στην επιχειρηματική τους επιτυχία. Και βέβαια θα συζητήσουμε με τους κοινωνικούς εταίρους –είμαστε πια σε θέση να το κάνουμε– και μια λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν θα γυρίσουμε στις παλιές κακές συνήθειες μιας παντελώς ανελαστικής αγοράς εργασίας.
Πρέπει να το πούμε και να το εξηγήσουμε, ότι κατεξοχήν οι χαμηλόμισθοι του ιδιωτικού τομέα, θα είναι οι πιο ωφελημένοι από την πολιτική μας. Αλλά, βέβαια, δεν ξεχνάμε τους πιο αδύναμους συμπολίτες μας. Έχουμε δεσμευθεί για αύξηση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος σε 1 δις ευρώ για να καλύπτει 800.000 Έλληνες που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Πρέπει να το επαναλαμβάνουμε: δική μας πολιτική ήταν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ την πολέμησε λυσσαλέα, μέχρι που αναγκάστηκε να την υιοθετήσει. Και σήμερα ακόμα δεν διαθέτει όλους τους διαθέσιμους πόρους στο να υποστηρίξει αυτό το εργαλείο που είναι το μόνο δοκιμασμένο εργαλείο για την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας.
Δεν ξεχνάμε ποτέ την οικογένεια, τον πυρήνα του Έθνους μας που έχει μπροστά του την προοπτική μιας δραματικής συρρίκνωσης λόγω των δυσμενών εξελίξεων στο δημογραφικό. Δεσμευτήκαμε πρώτοι -και είδα με ενδιαφέρον ότι ο κ. Τσίπρας έβγαλε κάποια σποτάκια για να προσυπογράψει και αυτός την πολιτική μας πρόταση- ότι κανένα παιδί δεν θα μείνει εκτός βρεφονηπιακού σταθμού. Και ότι θα αναγνωρίζεται επιπλέον 1.000 ευρώ αφορολόγητο για κάθε παιδί που γεννιέται στη χώρα.
Κυρίες και κύριοι, κλείνω λέγοντας για άλλη μια φορά ότι η πολιτική δεν γίνεται με λόγια, αλλά με έργα. Ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε τη χώρα. Ξέρουμε τι Ελλάδα θέλουμε. Την κοινωνία πρέπει να την εμπνεύσουμε και να την ενεργοποιήσουμε ξανά. Είμαστε αποφασισμένοι -και είμαι αποφασισμένος- να περάσουμε μέσα από τη σημερινή αυθαιρεσία, τον αυταρχισμό και την παρακμή, και να αποκαταστήσουμε το μεγάλο κεκτημένο της Μεταπολίτευσης: την ομαλότητα και την κανονικότητα.
Είμαστε ένα μεγάλο ανοιχτό κόμμα. Οι εσωκομματικές μας εκλογές –και ξέρω ότι υπήρχαν και φωνές προβληματισμού για το αν έπρεπε να τις διεξάγουμε– επιβεβαίωσαν ότι είμαστε το μόνο μεγάλο, μαζικό, λαϊκό κόμμα στην Ελλάδα σήμερα. Και θέλω, για άλλη μια φορά, να ευχαριστήσω τα μέλη μας που μας στήριξαν οικονομικά μέσα από τη συμμετοχή τους στις εσωκομματικές εκλογές. Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι σήμερα η Νέα Δημοκρατία, από τα 470.000 μέλη έχει 155.000 μέλη που είναι απολύτως ταμειακώς ενήμεροι και τη στηρίζουν στην προσπάθεια οικονομικής εξυγίανσης. Δεν θα βρείτε πολλά κόμματα στην Ευρώπη που να έχουν ένα τέτοιο στελεχιακό δυναμικό μελών οι οποίοι, όχι απλά λένε ότι στηρίζουν το κόμμα τους, αλλά το ενισχύουν και οικονομικά.
Όλα όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και όλα όσα περνάει η Ευρώπη, έχουν εκ των πραγμάτων θέσει νέα πολιτικά διλήμματα μακριά από τα ξεθωριασμένα σύνορα Αριστεράς-Δεξιάς. Τα μετέφεραν στο όριο που χωρίζει την πρόοδο από την καθυστέρηση, τη Δημοκρατία από τον αυταρχισμό, την ικανότητα από την ανεπάρκεια, και τελικά την αλήθεια από το ψέμα, την ειλικρίνεια από το λαϊκισμό. Ασφαλώς και πολιτική δεν γίνεται χωρίς ιδεολογία. Όμως όλο και περισσότεροι πολίτες προκρίνουν την ενότητα, το μέτρο και το αποτέλεσμα απέναντι στα ψεύτικα, στα κούφια λόγια του λαϊκισμού. Και η Ν.Δ αναλαμβάνει την εθνική ευθύνη που της αναλογεί ώστε η χώρα να προχωρήσει μπροστά. Γι’ αυτό και επαναλαμβάνω ένα μεγάλο προσκλητήριο εθνικής συμπόρευσης. Όχι κομματικής συστράτευσης, αλλά εθνικής συμπόρευσης.
Ό,τι και να λένε τα φερέφωνα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, οι κάλπες έρχονται. Η αντίστροφη μέτρηση με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο έχει ξεκινήσει. Εμείς είμαστε έτοιμοι, αλλά θέλω να το τονίσω αυτό: Το κόμμα δεν εφησυχάζει με τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων. Και αν κάποιοι έχουν από τώρα προεξοφλήσει την εκλογική μας επιτυχία και σκέφτονται μόνο το ρόλο τους την επόμενη μέρα, ας είναι προσεκτικοί. Η αλαζονεία και η αμετροέπεια είναι κακοί σύμβουλοι στην πολιτική. Είμαστε εδώ για να υπηρετήσουμε το λαό. Έχουμε ακόμα –το ξέρουμε καλά όλοι μας– πολλή, σκληρή δουλειά να κάνουμε. Δεν έχουμε κανένα περιθώριο να φανούμε κατώτεροι των προσδοκιών. Πρέπει να είμαστε δίπλα στους πολίτες, να ακούμε τη φωνή τους, έτοιμοι να αποκαλύψουμε την προπαγάνδα της κυβέρνησης, αλλά και να εξηγήσουμε τις προτάσεις μας.
Η Ελλάδα έχει όσο ποτέ ανάγκη τη Ν.Δ. Και η Ν.Δ έχει, όσο ποτέ, ανάγκη τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων. Η χώρα αξίζει και μπορεί καλύτερα. Όλοι μας αξίζουμε και μπορούμε καλύτερα. Το μέλλον δεν μπορεί πια να περιμένει.
Σας ευχαριστώ!