Η απομόνωση του Βυζαντίου από τη Δύση και από την ευρωπαϊκή συλλογική μνήμη είναι, εν μέρει, ένας λόγος για τις διαφορές στη μεταχείριση των νοτιοανατολικών και βαλκανικών χωρών και της Ελλάδας στη σύγχρονη Ευρώπη, σε σχέση με τα καθολικά-προτεσταντικά κράτη της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης σημειώνει ο Γάλλος μυθιστοριογράφος και ιστορικός Ολιβιέ Ντελόρμ (Olivier Delorme), στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, με αφορμή την επέτειο για την ‘Αλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453 και τον απόηχο στη σύγχρονη Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα, η Κωνσταντινούπολη έπεσε εξαιτίας της αδιαφορίας της Δύσης, υποστηρίζει ο Ολιβιέ Ντελόρμ και συμπληρώνει: «Ενώ η βυζαντινή ιστορία μπορεί από μόνη της να αποτελέσει εξαιρετική βάση μυθοπλασίας, καθώς μερικοί χαρακτήρες μπορεί να κάνουν ονειρεμένους ήρωες ιστορικών τηλεοπτικών σειρών, πολύ λίγα μυθιστορήματα εμπνέονται από αυτή την ιστορία στον δυτικό κόσμο και απουσιάζουν εντελώς από τις οθόνες μας. Όπως και τα εγχειρίδιά μας στις δυτικές χώρες: τα χίλια χρόνια της βυζαντινής ιστορίας και του πολιτισμού, η αποφασιστική τους επιρροή στη Δυτική Αναγέννηση σχεδόν αγνοούνται, ενώ η αραβομουσουλμανική κληρονομιά τιμάται και μάλιστα υπερβαθμίζεται».
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του Γάλλου ιστορικού και συγγραφέα Ολιβιέ Ντελόρμ στην ανταποκρίτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ Ευ. Ντζιούνη:
Ερ: Ποια ήταν η επίδραση της ‘Αλωσης της Κωνσταντινούπολης στον δυτικό κόσμο;
Απ: Πολύ πριν από την ‘Αλωση, η εμφάνιση του σερβικού και του βουλγαρικού κράτους που διεκδικούσαν επίσης το αυτοκρατορικό κύρος, δηλαδή μια παγκόσμια αξίωση, οι εμφύλιοι πόλεμοι στο Βυζάντιο και η πανδημία της Μαύρης Πανώλης, δημιούργησαν μια κρίση τόσο πολιτική και δημογραφική, όσο και οικονομική και κοινωνική.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι βυζαντινές παρατάξεις απευθυνόμενες στους Τούρκους για βοήθεια, τους εγκατέστησαν στην ευρωπαϊκή πλευρά των Δαρδανελίων. Οι οποίοι Τούρκοι, στα τέλη της δεκαετίας του 1370, απομόνωσαν την Κωνσταντινούπολη από τα Βαλκάνια με αποτέλεσμα, εννέα χρόνια αργότερα, ο Βασιλεύς να πρέπει να τους αποδίδει φόρο υποτελείας.
Έκτοτε, η τουρκική επέκταση συνεχίστηκε τόσο προς τον Βορρά όσο και προς την ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά συνέπεια, η ‘Αλωση της Κωνσταντινούπολης δεν αποτελεί έκπληξη για τη Δύση.
Όσο για την επανένωση της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας, η οποία αποτελούσε για πολλούς αυτοκράτορες ελπίδα για να σωθεί η Αυτοκρατορία, αποτυγχάνει λόγω του ότι οι απαιτήσεις του Πάπα εκλήφθηκαν από ένα μεγάλο μέρος του βυζαντινού κλήρου και του βυζαντινού λαού ως απαράδεκτες.
Επιπλέον, η τελευταία Δυτική Σταυροφορία εναντίον των Τούρκων κατέληξε με τη νίκη των Τούρκων στη Βάρνα το 1444. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, οι Δυτικοί αγωνίστηκαν με τους πολιορκημένους, αλλά οι Γενουάτες του Πέρα, για να προφυλάξουν το μέλλον τους, αρνήθηκαν να πάρουν τα όπλα, όπως και ο Πάπας έστειλε παρά μόνο τρία πλοία διάσωσης. Στην πραγματικότητα, η Κωνσταντινούπολη έπεσε εξαιτίας της αδιαφορίας της Δύσης.
Από την άλλη πλευρά, παράλληλα με την τουρκική ανάκτηση εδαφών, οι βυζαντινοί διανοούμενοι αποσύρονται μαζί με τις βιβλιοθήκες τους προς τη Δύση, πράγμα που θα διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη Δυτική Αναγέννηση, στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας από τους πρώτους ουμανιστές, στην ανακάλυψη κειμένων από την Αρχαιότητα ή την ανάγνωσή τους στην αυθεντική τους γλώσσα.
Ερ: Αν δεν είχε προκύψει η ‘Αλωση της Κωνσταντινούπολης ποια θα μπορούσε να είναι υποθετικά η μοίρα της Ελλάδας σήμερα;
Απ: Ακόμα κι αν είμαι μυθιστοριογράφος, εκτός από ιστορικός, δεν θα προσπαθήσω να δομήσω μια άλλη ιστορία με “Αν και εφόσον”.
Η ‘Αλωση της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν παρά μόνο η κορύφωση μιας διπλής διαδικασίας που άρχισε στα τέλη του ενδέκατου αιώνα.
Αρχικά, ο Βασιλεύς σταματάει σταδιακά να είναι ο υπερασπιστής των ταπεινών – πράγμα που αποδυναμώνει τον πατριωτισμό των υπήκοών του – προς όφελος των ισχυρών στους οποίους παραχωρεί εδάφη και φορολογικά προνόμια.
Αυτή η εξέλιξη οδηγεί τόσο στην αποδυνάμωση της αυτοκρατορικής εξουσίας έναντι αυτών των ισχυρών όσο και στην οικονομική εξασθένιση του, λόγω των πολλαπλών δωρεών στα μοναστήρια που εξαιρούνται επίσης από τους φόρους, και στην υποκατάσταση της «συναισθηματικής» σχέσης μεταξύ των ταπεινών και του Βασιλεύς, με μια σχέση εξάρτησης μεταξύ των ταπεινών και των ισχυρών.
Η δεύτερη εξέλιξη είναι εξωτερική και οδηγεί τον Βασιλέα να στηρίζεται ολοένα και περισσότερο στις ιταλικές εμπορικές πόλεις – οι οποίες αποκτούν σε αντάλλαγμα τελωνειακά και εμπορικά προνόμια- για να αποκτήσει τα οικονομικά μέσα και να εξισορροπήσει τις φορολογικές απαλλαγές που έχει ο ίδιος εγκρίνει.
Τα προνόμια όμως αυτά μειώνουν όλα τα έσοδα της αυτοκρατορίας, ενώ καταστρέφουν τους βυζαντινούς εμπόρους. Επομένως, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πότε και πώς θα μπορούσαν να είχαν διακοπεί αυτές οι διαδικασίες και τι θα είχε προκύψει.
Από την άλλη πλευρά, αυτό που παρατηρείται, χωρίς όμως να πρόκειται για επανάληψη της ιστορίας, είναι ότι υφίστανται κάποιοι παραλληλισμοί με την τρέχουσα κατάσταση στην Ελλάδα: υποφορολόγηση των πλέον ευνοημένων κατηγοριών, αποδυνάμωση του δεσμού εμπιστοσύνης των Ελλήνων προς το κράτος, οι οποίοι εκτιμούν ότι έχουν όλο και λιγότερη προστασία και υπηρεσίες σε αντάλλαγμα για ολοένα και μεγαλύτερους φόρους, απώλεια της οικονομικής κυριαρχίας και κηδεμονία αυτού του κράτους από μια ξένη αρχή – στην προκειμένη περίπτωση την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ερ: Στην εισαγωγή του βιβλίου σας «Έλληνες και τα Βαλκάνια» αναφέρετε ότι «το Βυζάντιο παραμένει ιδιαίτερα απών από τη συλλογική φαντασία και τις οθόνες μας». Για ποιον λόγο θεωρείτε ότι στη Γαλλία, αλλά και στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, γίνονται ελάχιστες έως και καθόλου αναφορές σε αυτό το κομμάτι της βυζαντινής και ελληνικής ιστορίας; Ποια είναι η συνέπεια αυτής της μη αναδρομής σχετικά με τη θέση της Ελλάδας, των Βαλκανίων και της Κύπρου στην Ευρώπη σήμερα;
Απ: Ενώ η βυζαντινή ιστορία μπορεί από μόνη της να αποτελέσει εξαιρετική βάση μυθοπλασίας, καθώς μερικοί χαρακτήρες μπορεί να κάνουν ονειρεμένους ήρωες ιστορικών τηλεοπτικών σειρών, πολύ λίγα μυθιστορήματα εμπνέονται από αυτή την ιστορία στον δυτικό κόσμο και απουσιάζουν εντελώς από τις οθόνες μας. Όπως και τα εγχειρίδια μας στις δυτικές χώρες: τα χίλια χρόνια της βυζαντινής ιστορίας και του πολιτισμού, η αποφασιστική τους επιρροή στη Δυτική Αναγέννηση, σχεδόν αγνοούνται, ενώ η αραβομουσουλμανική κληρονομιά τιμάται και μάλιστα υπερβαθμίζεται.
Για μένα, πρόκειται εδώ για μια κληρονομιά του μακροχρόνιου αρνητικού οράματος που γεννήθηκε από το σχίσμα μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών Εκκλησιών. Για τον Πετράρχη και πολλούς δυτικούς κληρικούς ή διανοούμενους που διαμόρφωσαν την αντίληψη του Βυζαντίου στη Δυτική Ευρώπη, οι Έλληνες σχισματικοί είναι χειρότεροι από τους Τούρκους εχθρούς.
Αρνούμαστε να δούμε ότι η παρενόχληση ανά τους αιώνες από τους Νορμανδούς της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας, η πολιτική της Βενετίας και της Γένοβας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αποδυνάμωσή της, έναντι της αύξησης του τουρκικού κινδύνου.
Σημειώνεται ότι έπρεπε να έρθει το 2001 για να αναγνωριστεί από κάποιον Πάπα η καταστροφή που αποτέλεσε η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς το 1204, η οποία σηματοδοτεί την αρχή μίας επιχείρησης αποικιακού τύπου – τη Λατινική Αυτοκρατορία – που διήρκησε λίγο περισσότερο από μισό αιώνα.
Αυτή η απόρριψη του Βυζαντίου από τη Δύση, η απομόνωση από την ευρωπαϊκή συλλογική μνήμη, εξηγεί, εν μέρει, τις διαφορές στη μεταχείριση των καθεστώτων της Κροατίας και της Σερβίας, τα οποία ήταν πολύ παρόμοια κατά τη διάρκεια των πολέμων της γιουγκοσλαβικής απόσχισης από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, σε σχέση με τα καθολικά-προτεσταντικά κράτη της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, αναφορικά με τη διαδικασία ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ή με τη βιαιότητα και την ταπείνωση του καθεστώτος κηδεμονίας της Ελλάδας για σχεδόν δέκα χρόνια, συνοδευόμενη από μια ισοπεδωτική στάση των δυτικών μέσα μαζικής ενημέρωσης έναντι των Ελλήνων με ρατσιστικά στερεότυπα που συνεχίζουν να υποβόσκουν στη δυτική κουλτούρα εδώ και αιώνες.
Βασικά, στις δυτικές κοινωνίες υπερισχύει η εικόνα ότι, η μήτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει η Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου και μια Καθολική-Προτεσταντική λέσχη που αντιμετωπίζει, ως επί το πλείστον με περιφρόνηση, τους Νοτιοανατολικούς Ευρωπαίους της ορθόδοξης παράδοσης, που καλούνται να γίνουν Δυτικοί (για να μην πούμε Γερμανοί!) αν και εφόσον θέλουν να θεωρηθούν “πραγματικοί” Ευρωπαίοι – εδώ πρόκειται για έναν πολιτιστικό ιμπεριαλισμό που τροφοδοτείται επίσης από την επιθυμία των νοτιοανατολικών Ευρωπαίων να αναγνωριστούν επιτέλους ως τέτοιοι.
Βιογραφικό σημείωμα του Ολιβιέ Ντελόρμ
Ο Ολιβιέ Ντελόρμ αγάπησε από μικρός την αρχαία ιστορία της Ελλάδας. Έκανε το πρώτο του ταξίδι στη χώρα το 1973 και στη συνέχεια ήθελε να γίνει αρχαιολόγος. Μετά από κλασικές σπουδές (Φιλολογία και Ιστορία), έγινε διευθυντής σπουδών στο Ερευνητικό Ίδρυμα της Σύγχρονης Ιστορίας ως επικεφαλής της συλλογής στο Documentation Française.
Δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1996 και αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη γραφή. Αφού πέρασε δύο χρόνια στη Νίσυρο στα Δωδεκάνησα, ζει και πάλι στο Παρίσι από το 1999 και συνεισφέρει σε διάφορες εκδόσεις, συμπεριλαμβανομένου του Γαλλο-ελληνικού περιοδικού Desmos-Le Lien, διδάσκοντας παράλληλα Ιστορία Διεθνών Σχέσεων στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών στο Παρίσι.
To 2013 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Olivier Delorme «Η Ελλάδα και τα Βαλκάνια » (La Grèce et les Balkans – Folio History Gallimard) και το 2017 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Tigrane Armenian», με αναφορές στην γενοκτονία των Αρμενίων με ιστορικές αναδρομές στην Κωνσταντινούπολη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία και σύγχρονες αναφορές στη σημερινή Ελλάδα.
ΑΠΕ-ΜΠΕ