Η Νέα Δημοκρατία καταλογίζει ευθύνη στην Κυβέρνηση για τον τρόπο διαχείρισης του ζητήματος των δύο στρατιωτικών, αλλά και για τη γενικότερη πολιτική που ακολουθεί στα ελληνοτουρκικά.
Όσον αφορά το περιστατικό στον Έβρο, πρέπει να τονιστεί ότι στο παρελθόν τέτοια θέματα λύνονταν σε μερικές ώρες. Η Κυβέρνηση ευθύνεται γιατί αφ’ ενός δεν φρόντισε -εν μέσω περιόδου έντασης με την Τουρκία- να διασφαλίσει ότι δεν θα γίνουν λάθη, και δεν έκανε τίποτε για να επιλυθεί άμεσα το ζήτημα. Πρώτον, δεν αξιοποίησε τους διαύλους επικοινωνίας, τους οποίους δήθεν είχε δημιουργήσει η Κυβέρνηση, όπως υπερηφανευόταν ο Πρωθυπουργός από το βήμα της βουλής. Και δεύτερον, ακολουθεί μια αλλοπρόσαλλη στάση, με τη μισή Κυβέρνηση να χαρακτηρίζει το ζήτημα διμερές και την άλλη μισή διεθνές
Με τον Πρωθυπουργό να κάνει λόγο για «σύνηθες μεθοριακό επεισόδιο» και τον Υπουργό Άμυνας να επιμένει στο χαρακτηρισμό για ομήρους. Γενικότερα όμως, η προσέγγιση της Κυβέρνησης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίζεται από αβάσταχτη ελαφρότητα. Αυτή έγινε πλήρως αντιληπτή στους πολίτες με την επίσκεψη Ερντογάν, η οποία αντί να οδηγήσει σε βελτίωση των διμερών σχέσεων, έφερε περαιτέρω κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας που οδήγησε στον εμβολισμό του σκάφους μας στα Ίμια και τώρα στην κράτηση των δύο στρατιωτικών.
Η Νέα Δημοκρατία θα χειριζόταν την κατάσταση με διαφορετικό τρόπο. Άλλωστε και στο παρελθόν έχει δώσει δείγματα γραφής και έχει αποδείξει τη σοβαρότητα και υπευθυνότητά της στις σχέσεις της χώρας με την Τουρκία. Και για να είμαστε πιο ακριβείς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα υποσχόταν στον κ. Ερντογάν την επιστροφή των 8 Τούρκων αξιωματικών όπως φαίνεται να έκανε ο κ. Τσίπρας -ο οποίος, ενώ έχει ερωτηθεί περί αυτού πολλάκις, ουδέποτε το έχει διαψεύσει. Η Νέα Δημοκρατία, ακόμη και σήμερα ως αντιπολίτευση, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να διεθνοποιήσει το θέμα. Αυτό άλλωστε έχει πράξει ο κ. Μητσοτάκης από την πρώτη στιγμή, θέτοντας το ζήτημα υπ’ όψιν όλων των αξιωματούχων με τους οποίους συναντήθηκε το τελευταίο διάστημα στις Η.Π.Α. και τον Αραβικό κόσμο. Το ίδιο θα πράξει και σήμερα από τις Βρυξέλλες όπου βρίσκεται για τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Για τη Νέα Δημοκρατία, η επιστροφή των δύο Ελλήνων στην πατρίδα μας είναι ζήτημα εθνικής προτεραιότητας.
Δυστυχώς, το ίδιο αλλοπρόσαλλο μοτίβο ακολουθείται πιστά και στο ονοματολογικό της πΓΔΜ. Και σε αυτό το μείζον θέμα, η Κυβέρνηση θυμίζει Βαβέλ. Το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος της γειτονικής χώρας, η Νέα Δημοκρατία το είχε θέσει από την πρώτη στιγμή ως απαράβατο όρο για να προχωρήσει σε οποιαδήποτε άλλη συζήτηση. Με καθυστέρηση μεγάλη, κάποιοι στην Κυβέρνηση αντιλαμβάνονται σήμερα την ορθότητα της θέσης αυτής. Αλλά δυστυχώς είναι αργά πια για τη διαμόρφωση εθνικού μετώπου, πόσο μάλλον όταν η ίδια η Κυβέρνηση έχει υπονομεύσει αυτήν την αναγκαία συνθήκη και αδυνατεί να διαμορφώσει ενιαία, κοινή γραμμή, ακόμη και εντός του κυβερνητικού συνασπισμού. Από εκεί και πέρα είναι γνωστή η θέση της Νέας Δημοκρατίας, ότι μόνο μια λύση-πακέτο που περιλαμβάνει την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας, του εύρους χρήσης αυτής, και της απάλειψης όλων των αλυτρωτικών αναφορών από την πλευρά της γείτονος, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Κάθε άλλη πρόταση, θα βρίσκει τη Νέα Δημοκρατία αντίθετη, καθώς θα είναι επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα.
Είναι προφανές πια τι συμβαίνει ανάμεσα στον κ. Τσίπρα και τον κ. Καμμένο. Ο ένας κρατάει τον άλλον. Ο ένας είναι όμηρος του άλλου. Και δυστυχώς και οι δύο μαζί κρατάνε όμηρο τη χώρα. Όσο για τα τρικ των τάχα διαφοροποιήσεων τους, είναι ανάξια λόγου. Τσίπρας και Καμμένος ήταν, είναι και θα είναι σύμμαχοι στο κυνήγι της εξουσίας. Αυτοί που μαζί ύψωναν κρεμάλες στο Σύνταγμα πνίγουν τελικά τη χώρα με το σκοινί της δικής τους λιτότητας.
Προφανώς, αυτή η κυβέρνηση δεν θα καταφέρει να εξαντλήσει την τετραετία όσο και να το επιθυμεί. Αυτό το οποίο όλοι πια καταλαβαίνουν είναι ότι η Κυβέρνηση λειτουργεί με έναν και μόνο σκοπό: Την με κάθε τρόπο παραμονή της στην εξουσία. «Νυν υπέρ πάντων η καρέκλα», μέχρι τη στιγμή που θα κρίνει ότι, αποχωρώντας, θα υποστεί τη μικρότερη ήττα. Ακριβώς γι’ αυτό οργανώνει από τώρα το ανάχωμα της υποχώρησης της: διορισμοί και ρουσφέτια, μετάθεση -ουσιαστικά κατάργηση- της αξιολόγησης, κομματική πελατεία, εξυπηρετήσεις συμφερόντων. Όλα όσα επιχειρούν, στοχεύουν μόνο στο να αποφύγουν την πλήρη συντριβή. Να κρατήσουν, ίσως, κάποιο ρόλο μέσα στο υπονομευμένο περιβάλλον που έχουν ήδη προδιαγράψει. Στο όνομα του δικού τους μικροκομματικού συμφέροντος, όμως, τραυματίζουν το σώμα του ίδιου του πολιτεύματος. Τσαλαπατούν το δημοκρατικό, κοινοβουλευτικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Αντικαθιστούν την αλήθεια με τη δημαγωγία και δηλητηριάζουν τη σκέψη των πολιτών. Πότε με μεθόδους υπόγειων, παρακρατικών μηχανισμών και πότε με λαϊκίστικες κορώνες, βαφτίζουν «ηθική» τη δική τους ανήθικη κομματική ίντριγκα, εις βάρος της Ελλάδας.