Το θωρηκτό «Αβέρωφ» που ήταν σχεδόν δυο μήνες στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κι αναχωρεί την ερχόμενη Κυριακή για την επιστροφή του στην Αθήνα, είναι το πλοίο που ουσιαστικά έδωσε στη χώρα μας τις περιφανείς νίκες στους Βαλκανικούς πολέμους, αλλάζοντας εν συνόλω τους στρατιωτικούς συσχετισμούς της εποχής.
Πλοίο που δρομολογήθηκε η αγορά του από την κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη στα πρώτα χρόνια της πρώτης δεκαετίας του περασμένου αιώνα κι υλοποιήθηκε από αυτή του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.
Το πλοίο αναφέρεται στην ιστορία μας ως θωρηκτό, μα μόνο τέτοιο δεν είναι. Είναι ένα κλασικό θωρακισμένο καταδρομικό, ακριβές αντίγραφο άλλου ενός εκείνη την εποχή, του ιταλικού «Pisa», που είχε ναυπηγηθεί το 1907 σε σχέδια του ναυπηγού Ιωσήφ Ορλάντο. Πριν το αγοράσει η Ελλάδα από τους Ιταλούς (αξία 23.650.000 χρυσές δρχ. εκ των οποίων 8.000.000 χρυσές δρχ. προέρχονταν από το 20% της συνολικής κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ) ονομαζόταν «Αμάλφι».
Η ιστορία αναφέρει ότι ήρθε στα «χέρια» της Ελλάδας μετά από ολιγωρία των Τούρκων, που επίσης εκείνη την περίοδο έψαχναν ν’ αγοράσουν πλοία για τον στόλο τους. Είχαν επισκεφθεί κι επιθεωρήσει το συγκεκριμένο πλοίο και κωλυσιεργούσαν επειδή δεν πίστευαν ότι η Ελλάδα έχει την οικονομική δυνατότητα να το αγοράσει. Κοντολογίς …παζάρευαν.
Τότε η ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε αστραπιαία κι έκλεισε τη συμφωνία αγοράς του πλοίου. Η τουρκική αντιπροσωπεία, μόλις μαθεύτηκε το γεγονός, πρότεινε στους Ιταλούς να δώσει η Τουρκία 250 χιλιάδες λίρες Αγγλίας περισσότερες, αλλά οι Ιταλοί απάντησαν ότι ήδη έκλεισε η συμφωνία και μάλιστα είχαν καταβληθεί και τα χρήματα.
Το πλοίο καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου 1910 και παραλήφθηκε από την Ελλάδα στις 16 Μαΐου 1911. Ο πρώτος του κυβερνήτης, Ι. Δαμιανός, στο πρώτο ταξίδι από την Ιταλία προς την Αγγλία για να παραστεί η Ελλάδα με το νέο της υπερσύγχρονο πλοίο στην τελετή ενθρόνισης του βασιλιά Γεωργίου Ε΄, έριξε τον «Αβέρωφ» σε ύφαλο, με αποτέλεσμα να χρειαστεί νέος δεξαμενισμός. Τότε, ανέλαβε κυβερνήτης του ο πλοίαρχος, Παύλος Κουντουριώτης. Που έφερε τον «Αβέρωφ» στην Ελλάδα, στις 11 Σεπτεμβρίου 1911, σε μια ημέρα που όλη η Αθήνα είχε κατέβει στο Φάληρο για την εορταστική υποδοχή.
Το πλοίο ήταν, όπως είπαμε, ένας από τους βασικούς λόγους της νικηφόρας έκβασης των Βαλκανικών πολέμων. Στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο δεν είχε μεγάλη επιρροή, αφού ο τουρκικός στόλος ήταν κλεισμένος μέσα στα Δαρδανέλλια, λόγω της ομολογημένης ναυτικής υπεροχής των συμμάχων. Στη μικρασιατική εκστρατεία, ο «Αβέρωφ» κάλυψε μεταφορές στρατιωτών. Κυρίως όμως κάλυψε τις αποβατικές επιχειρήσεις στην Ανατολική Θράκη. Στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και κατά τη ραγδαία προέλαση των Γερμανών στην Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση σχεδίαζε να βυθίσει το πλοίο λόγω της παλαιότητάς του και των τεράστιων εξόδων που απαιτούνταν για την συντήρησή του. Μα το πλήρωμά του εξεγέρθηκε και με δική του πρωτοβουλία διέφυγε στην Αίγυπτο. Από εκεί, μπήκε στις υπηρεσίες των συμμάχων κι έκανε περιπολίες στον Ινδικό Ωκεανό. Με τη λήξη δε του πολέμου, μετέφερε την ελληνική κυβέρνηση από την Αίγυπτο στην απελευθερωμένη Αθήνα, με πλοίαρχο τον μετέπειτα Σπυρίδωνα Μάτεση, που ήταν ο τελευταίος του κυβερνήτης πριν παροπλιστεί το 1952.
Αυτό το πλοίο λοιπόν, η ζωντανή ιστορία του Πολεμικού μας Ναυτικού, το μόνο «εν ζωή» πολεμικό πλοίο της γενιάς του, αποπλέι αύριο από τη Θεσσαλονίκη για την επιστροφή στη βάση του, στο Φλοίσβο.
Χιλιάδες Θεσσαλονικείς κι οι Βορειοελλαδίτες το επισκέφθηκαν αυτούς τους δυο μήνες που αγκυροβόλησε στο λιμάνι της πόλης. Κοντά 150 χιλιάδες άνθρωποι. Τιμώντας την ιστορία του. Τεράστιος αριθμός επισκεπτών, αν αναλογιστούμε ότι στον Φλοίσβο δεν το επισκέπτονται περισσότεροι από 50 χιλιάδες άνθρωποι ετησίως!
Φίλοι από τη Θεσσαλονίκη, μου έλεγαν ότι οι Θεσσαλονικείς έπαθαν «παράκρουση» με τον «Αβέρωφ»! Ολόκληρες οικογένειες, μικροί, μεγάλοι, ηλικιωμένοι έσπευσαν να επισκεφθούν την ιστορία! Στο δε βιβλίο επισκεπτών, ξεχειλίζουν από εθνική υπερηφάνεια, ενθουσιασμό και θαυμασμό οι σημειώσεις και τα σχόλια.
Καλοτάξιδος νάναι για την Αθήνα.
Κι ας ελπίσουμε ότι αυτοί οι απόπλοι για μεγάλα λιμάνια να συνεχιστούν.
Για να τον θαυμάσουν και να του υποκλιθούν ακόμη περισσότεροι Έλληνες και να «βουτήξουν» μαζί του στην ιστορία.