Πτωτική τάση των νέων διαγνώσεων του ιού HIV καταγράφεται στην Ελλάδα τα τελευταία 5 χρόνια και οι αριθμοί επιδημιολογικής παρατήρησης επιστρέφουν πλέον στα επίπεδα πριν το 2010. Το 2016 είχαμε 639 νέες διαγνώσεις και το πρώτο δεκάμηνο του 2017 492 νέες διαγνώσεις. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν μία ενθαρρυντική ένδειξη, σύμφωνα με τους επιστήμονες, μετά την επιδημική έκρηξη στους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών στο κέντρο της Αθήνας, τη διετία 2011-2012.
Τα στοιχεία αυτά έδωσαν στη δημοσιότητα οι ειδικοί, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με αφορμή το 29ο Πανελληνίου Συνεδρίου AIDS, τονίζοντας όμως ότι δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό.
Ωστόσο, πέρα από τα καλά νέα όπως είπαν, υπάρχουν και προβλήματα που σχετίζονται με το νόσημα στη χώρα μας. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο τα οροθετικά άτομα ζουν σε καθεστώς ανασφάλειας για την υγεία τους και ανησυχίας για την πιθανή έκθεση των ερωτικών τους συντρόφων στον ιό του HIV. Κι αυτό γιατί οι εξετάσεις για τη μέτρηση του ιικού φορτίου και της γονοτυπικής αντοχής γίνονται πλέον μόνο σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, λόγω έλλειψης αντιδραστηρίων στα εργαστήρια των τεσσάρων κέντρων αναφοράς της χώρας. Το πρόβλημα είναι οξύτατο κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη για τις εξετάσεις ιικού φορτίου και σε όλη την Ελλάδα για τη γονοτυπική αντοχή. Έτσι οι άνθρωποι που ζουν με HIV δεν είναι σε θέση να διακριβώσουν την κατάσταση της υγείας τους και αν εξακολουθούν να μην μεταδίδουν τον ιό.
Οι νεώτερες μολύνσεις
Σύμφωνα με το πρόσφατο επιδημιολογικό δελτίο του ΚΕΕΛΠΝΟ, το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων διαγνώσεων αφορά στην ηλικιακή ομάδα των 30-39 ετών και κύριος τρόπος μετάδοσης του ιού είναι η σεξουαλική επαφή μεταξύ ανδρών, ενώ καταγράφηκε πτώση στο ποσοστό των νέων περιστατικών που μολύνθηκαν μέσω της χρήσης ενδοφλέβιων εξαρτησιογόνων ουσιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, εντός του 2017 (έως την 31η Οκτωβρίου), δεν δηλώθηκε κανένα περιστατικό κάθετης μετάδοσης του ιού από έγκυο μητέρα στο παιδί.
Η πτωτική τάση που παρατηρείται στις νέες μολύνσεις και τους θανάτους συνδέεται και με την αύξηση της κάλυψης των HIV οροθετικών ατόμων με αντιρετροϊκή αγωγή, επισημάνουν οι επιστήμονες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του UNAIDS, το 53% των ατόμων που ζούσαν με HIV το 2016, λάμβανε αντιρετροϊκή θεραπεία (αύξηση της κάλυψης κατά 130% συγκριτικά με το 2010).
Τα νέα επιστημονικά δεδομένα
Από διάφορες εργασίες, που θα ανακοινωθούν στο συνεπδριο, καταδεικνύονται τα ευχάριστα αποτελέσματα από την καθιέρωση της έγκαιρης χορήγησης αντιρετροϊκής θεραπείας, στην Ελλάδα: Στατιστικά σημαντική αύξηση των ετών επιβίωσης, μεγαλύτερη πιθανότητα ανόδου στα 800 CD4 κύτταρα/μL, μετά από 3 χρόνια και αποκατάσταση του ανοσοποιητικού συστήματος, μειωμένος ρυθμός μεταδόσεων ανθεκτικών στελεχών HIV.
Από άλλες εργασίες, όπως αυτές της ομάδας του επίκουρου καθηγητή Δ. Παρασκευά σε συνεργασία με τις Μονάδες Λοιμώξεων, έχει προκύψει ότι τα ανθεκτικά στελέχη σε αντιρετροϊκά φάρμακα, μεταδίδονται στην Ελλάδα κυρίως, μέσω τοπικών δικτύων μη θεραπευμένων ασθενών. Όμως είναι σημαντικό ότι η πρώιμη έναρξη θεραπείας, σε σχέση με την ημερομηνία μετάδοσης, σχετίζεται με μειωμένο ρυθμό μεταδόσεων ανθεκτικών στελεχών HIV.
Τα μέτρα προφύλαξης
Από διάφορες εργασίες Μονάδων Λοιμώξεων προκύπτει ότι, παρά την προσπάθεια ενημέρωσης, τα άτομα με HIV λοίμωξη δεν τηρούν τα μέτρα προφύλαξης, δεδομένου ότι παρουσιάζονται σε αυτόν τον πληθυσμό αυξημένα κρούσματα σύφιλης, αλλά και επιδημικές εξάρσεις οξείας ηπατίτιδας Α και C. Σημαντικό επίτευγμα αποτελεί η καθολική πρόσβαση των ασθενών με HIV/HCV συλλοίμωξη στις νεότερες θεραπείες για την ηπατίτιδα C, όπως παρουσιάζεται σε μία εργασία από τη Μονάδα του Γ.Ν.Α. «Ε.Ε.Σ.». Από μελέτη του Γ.Ν. Νίκαιας διαπιστώνεται ότι η διάγνωση της HIV λοίμωξης γίνεται καθυστερημένα, συχνότερα με αφορμή κάποια ασθένεια ή νοσηλεία, και λιγότερο συχνά μέσω προληπτικού ελέγχου. Το αποτέλεσμα είναι οι ασθενείς να προσέρχονται για ιατρική φροντίδα με χαμηλό απόλυτο αριθμό CD4 και ήδη προχωρημένο στάδιο κατά τη διάγνωση.
Οι θεραπείες στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η αντιρετροϊκή αγωγή χορηγείται βάσει των διεθνών και ευρωπαϊκών κατευθυντηρίων οδηγιών σε όλα τα άτομα που διαγιγνώσκονται με HIV λοίμωξη, ανεξάρτητα από τα επίπεδα των CD4 T-λεμφοκυττάρων ή την παρουσία άλλων καταστάσεων ή συννοσηροτήτων. Η έγκαιρη και αποτελεσματική αντιρετροϊκή αγωγή, επιφέρει σημαντικά οφέλη, τόσο σε επίπεδο ατόμου, όσο και σε επίπεδο δημόσιας υγείας, αφού συνδέεται με μείωση της σχετιζόμενης με τον HIV νοσηρότητας και θνητότητας, αλλά και με ελάττωση της πιθανότητας μετάδοσης του ιού.
ΑΠΕ-ΜΠΕ