Ισχυρό πλήγμα δέχθηκε η εγχώρια αγορά τον Αύγουστο, έναν μήνα που θεωρητικά η έλευση εκατομμυρίων τουριστών θα έπρεπε να δώσει την πολυπόθητη οικονομική ανάσα που τόσο ανάγκη έχουν οι επιχειρηματίες.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία του Γενικού Μητρώου (ΓΕΜΗ), σύμφωνα με τα οποία τον Αύγουστο διέκοψαν τη λειτουργία τους 2.516 επιχειρήσεις και άνοιξαν μόλις 1.465. Αντίστοιχα πέρυσι τον ίδιο μήνα είχαν βάλει «λουκέτο» 1.975 επιχειρήσεις και είχαν ανοίξει 1.590. Μάλιστα, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι τα κλεισίματα των επιχειρήσεων θα μπορούσαν να ήταν πολύ περισσότερα, καθώς χιλιάδες επιχειρήσεις είτε λόγω των χρεών που έχουν δεν μπορούν να διαγραφούν από το ΓΕΜΗ, είτε ακόμη και αν μπορούν να κλείσουν αμελούν να το κάνουν στα κατά τόπους επιμελητήρια. Μάλιστα, οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι στη θέση των επιχειρήσεων που κλείνουν, ανοίγουν καταστήματα εστίασης όπως εστιατόρια, καφετέριες και σουβλατζίδικα πολλά εκ των οποίων κλείνουν μέσα σε διάστημα λίγων μηνών. Επιχειρήσεις δηλαδή που δεν δημιουργούν πρόσθετη αξία και θέσεις εργασίας, προκειμένου ο επιχειρηματίας να εξασφαλίσει μια θέση εργασία για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένείας τους.
«Βύθιση» της κατανάλωσης
Καθοριστικό ρόλο στο κλείσιμο των επιχειρήσεων έχει παίξει η κατακόρυφη πτώση της κατανάλωσης ακόμη και σε βασικά αγαθά όπως τα τρόφιμα και γενικότερα ο περιορισμός των δαπανών στα απολύτως αναγκαία.
Ενδεικτικό της πτώσης σε βασικά καταναλωτικά αγαθά αποτελούν τα ευρήματα της έρευνα της Nielsen σύμφωνα με τα οποία οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ παρουσίασαν νέα μείωση το πρώτο εξάμηνο του 2017, σε ποσοστό 1,1%, ενώ τα ταχυκίνητα καταναλωτικά αγαθά στο σύνολό τους υποχώρησαν κατά -2,2%. Μάλιστα υπάρχουν προϊοντικές κατηγορίες, όπως το γάλα, οι πωλήσεις του οποίου μειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2017 κατά 8,6%, στο συσκευασμένο ψωμί κατά 5,3% και στο χαρτί κουζίνας κατά 7,7%. Στην πλειονότητά τους οι καταναλωτές οδηγούνται στην αγορά φθηνότερων προϊόντων, τα οποία μάλιστα βρίσκονται σε προσφορά, προκειμένου να καλύψουν τις καθημερινές τους διατροφικές ανάγκες. Με την κατανάλωση να βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης τα ταμεία των επιχειρήσεων παραμένουν μισοάδεια. Μάλιστα, το πρόβλημα της ρευστότητας των επιχειρήσεων εντείνεται ακόμη περισσότερο και από την αδυναμία πρόσβασης που έχουν σε εργαλεία χρηματοδότησης και κυρίως στον τραπεζικό δανεισμό.
Μεγάλο αγκάθι για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς αποτελούν η υψηλή φορολογία αλλά και οι ασφαλιστικές εισφορές που καλούνται να πληρώσουν. Σχεδόν μια στις τέσσερις επιχειρήσεις έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, ενώ εκτιμάται ότι μια στις δέκα επιχειρήσεις, δηλαδή περίπου 64.000 έχουν ταυτόχρονα χρέη και στην εφορία και στα ασφαλιστικά ταμεία. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σύμφωνα με έρευνες 65.000 επιχειρήσεις να βρεθούν αντιμέτωπες με τα αναγκαστικά μέτρα του δημοσίου που περιλαμβάνουν κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών. Επίσης, όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) μια στις πέντε επιχειρήσεις καθυστερούν να καταβάλλουν λογαριασμούς ΔΕΚΟ και προμηθευτές, ενώ το 15% των επαγγελματιών δεν πληρώνουν έγκαιρα τα ενοίκια και τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Σημειώνεται, ότι το 17,5% των επιχειρήσεων έχουν οφειλές άνω των 20.000 ευρώ, οι οποίες αναμένεται να αναζητήσουν… σανίδα σωτηρίας μέσω της ένταξης τους στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων.
Το πρόβλημα της ρευστότητας στην ελληνική αγορά εντείνεται ακόμη περισσότερο και από το γεγονός ότι ο Δημόσιο οφείλει σε επιχειρήσεις αλλά και συνταξιούχους περισσότερα από 8 δισεκατομμύρια ευρώ, χρήματα τα οποία λείπουν από την πραγματική οικονομία σε μια περίοδο όπου χιλιάδες επαγγελματίες δίνουν καθημερινά αγώνα για να επιβιώσουν.