Ήταν στα 1960 που ο μέγας φιλόσοφος και οικονομολόγος Φρίντριχ Χάγιεκ (πήρε το Νόμπελ το 1974) έγραψε το περίφημο βιβλίο του «Το Σύνταγμα της Ελευθερίας». Εκεί, υπήρχε ένα κεφάλαιο που είχε τίτλο «Γιατί δεν είμαι Συντηρητικός». Στο οποίο περιγράφονταν με σαφήνεια οι διαφορές μεταξύ της συντήρησης και του νέου φιλελευθερισμού.
Η ειρωνεία και τα παιγνίδια της ζωής έφεραν έτσι τα πράγματα ώστε δυο κατεξοχήν συντηρητικοί πολιτικοί, ο Ρέιγκαν κι η Θάτσερ άλλαξαν τον ρου της ιστορίας κι έδωσαν ώθηση στις οικονομίες –αρχικά των χωρών τους κι ύστερα της Δύσης- εφαρμόζοντας το νέο φιλελευθερισμό και ουσιαστικά έστειλαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τον κομμουνισμό.
Το θάρρος κι η αποφασιστικότητα της Θάτσερ ήταν η αρχή. Εκείνη έδειχνε το βιβλίο του Χάγιεκ στο υπερσυντηρητικό κόμμα της κι έλεγε στους βουλευτές της «αυτό είναι το ευαγγέλιό μας». Εκείνη ήταν που άλλαξε πρώτα τους Άγγλους μουχλιασμένους συντηρητικούς και βασισμένη στη σκέψη του Χάγιεκ ανανέωσε συθέμελα την οικονομία της χώρας της και την μετέπειτα πορεία της. Δεν είναι μόνο ότι εκτόξευσε την οικονομία της Βρετανίας, είναι κι ότι επηρέασε τόσο πολύ τους αντιπάλους της, τους Εργατικούς, ώστε ακόμη κι η πολιτική τους αργότερα (με τον Τόνι Μπλερ) να είναι πλέον στραμμένη υπέρ της ελεύθερης οικονομίας και αγοράς.
Τα ίδια έκανε κι ο Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, με τον Φρίντμαν.
Τι θέλω να πω; Ότι η νεοφιλελεύθερη σκέψη ήταν κι είναι τόσο ισχυρή παγκοσμίως, που ουσιαστικά έχει υιοθετηθεί τόσο από τους Συντηρητικούς όσο και από τους Σοσιαλιστές, που έστω κι ερμαφρόδιτα, έστω κι αν παραμορφώνουν τις πιο πολλές αρχές της, την εφαρμόζουν για ν’ αντιμετωπίζουν με τον σχετικό ορθολογισμό τα ζητήματα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Έστω κι έτσι λοιπόν, οι Φιλελεύθεροι αποτελούν σήμερα την πιο σημαντική πολιτική δύναμη που τάσσεται υπέρ της Δημοκρατίας, του πολιτικού Κέντρου και της ελεύθερης οικονομίας.
Αυτό το πληρώνουν φυσικά, είτε εντασσόμενοι σε συντηρητικά κόμματα, είτε -αν δεν τον κάνουν- με τη συγκέντρωση μικρών εκλογικών ποσοστών.
Το βέβαιο είναι ένα: Χωρίς την επιρροή του Νέου Φιλελευθερισμού, όλη η Δύση θα είχε χρεοκοπήσει προ πολλού.
Είναι και κάτι ακόμη: Όσες χώρες βρίσκονται σε δεινή θέση – με πρώτη τη δική μας- είναι εκείνες οι οποίες έχουν αφήσει το κράτος, τις δομές και τη γραφειοκρατία του να δίνουν «λύσεις». Τα αποτελέσματα τα ξέρουμε όλοι….
Στην Ελλάδα, ήρθαν μνημόνια εξαιτίας των αβελτηριών του κράτους. Το κράτος «έσκασε» κι όχι ο ιδιωτικός τομέας. Κι επιβλήθηκαν όσα επιβλήθηκαν με βίαιο, ανορθολογικό και αντιφιλελεύθερο τρόπο.
Το δε παραμύθι της Αριστεράς, των Σοσιαλιστών –και πολλών συντηρητικών ή υπερσυντηρητικών δυνάμεων- τα ονόμασε όλα αυτά…. νεοφιλελεύθερα!
Από πού κι ως πού;
Τι από όσα εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις είναι νεοφιλελεύθερο; Η κρατική παρέμβαση παντού; Οι φόροι; Η επιθυμία για κράτος επιχειρηματία;
Για να τελειώνει, λοιπόν, το παραμύθι.
Όταν τελειώνουν τα λεφτά των άλλων, όταν τελειώνουν τα λεφτά που παράγει ο φιλελευθερισμός, τότε τελειώνουν κι οι πομφόλυγες του σοσιαλισμού και της Αριστεράς.
Έτσι έγινε κι στη χώρα μας. Όποιος έχει μάτια βλέπει.
Ο Νέος Φιλελευθερισμός, που έχει καταστεί μπαμπούλας από την Αριστερά και τον συνοδοιπόρο της λαϊκοδεξιό πρόεδρο της Δημοκρατίας, δεν είναι υπεύθυνος για τίποτα από τα δεινά που επέπεσαν επί των κεφαλών μας. Ουδέποτε εφαρμόστηκε ούτε καν ψήγμα του.
Υπεύθυνες για τον Γολγοθά μας είναι οι εσαεί κρατικίστικες επιλογές μας, ο υπερδανεισμός για την κάλυψη των αναγκών τους κι η μετέπειτα αδυναμία αποπληρωμής των χρεών.
Κι αν μπορεί να υπάρξει φως στο τούνελ για την ίαση των δεινών, αυτή βρίσκεται στη νεοφιλελεύθερη λύση, έστω και με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά.
Κι η νεοφιλελεύθερη λύση σημαίνει συγκεκριμένα πράγματα:
Σημαίνει μείωση της φορολογίας, απόσυρση του κράτους από την οικονομία και απελευθέρωση των δυνάμεων της ελεύθερης αγοράς, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του επιχειρηματικού δαιμόνιου του Έλληνα, που κράτησε τον Ελληνισμό αθάνατο στους αιώνες, παρά τις μακρές και βάρβαρες κατακτήσεις που υπέστη σε όλη την ιστορία του.
Όπως έχει γράψει ο Πάνος Ευαγγελόπουλος (καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου) «σε όλη την ιστορία του έθνους μας, οι ελεύθερες και ανεμπόδιστες αγορές ήταν ο μόνιμος δρόμος και η σταθερή πορεία διαφυγής από τις δυσκολίες και, εν τέλει, οικονομικής ανάταξης του τόπου. Αυτή είναι η πυξίδα που πρέπει να κρατήσουμε σταθερά δίπλα από το τιμόνι του ελληνικού καραβιού, εάν θέλουμε πράγματι να περάσουμε τις συμπληγάδες, και όλα αυτά που έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα να μοιάζουν σαν κακός εφιάλτης».
Τονίζουμε και πάλι: Οι αμιγώς φιλελεύθερες επιλογές συνεπάγονται ΑΠΛΑ μείωση δαπανών κι όχι «επιχείρηση» αύξησης των κρατικών εσόδων. Συνεπάγονται περικοπές στο δημόσιο. Τουτέστιν κατάργηση φορέων κι οργανισμών που ουσιαστικά είναι άχρηστοι κι αντιπαραγωγικοί για το σύνολο των φορολογουμένων. Τουτέστιν, ακόμη και κατάργηση ολόκληρων τμημάτων υπουργείων. Αυτά θα δώσουν τη δυνατότητα –χωρίς ν’ αλλάξει το αριθμητικό αποτέλεσμα- να μειωθούν οι φόροι κι οι λοιπές επιβαρύνσεις του κοινωνικού συνόλου, να μειωθεί η γραφειοκρατία και μέσω αυτών να ενισχυθούν τα λαϊκά εισοδήματα.
Εν κατακλείδι:
Όποιος καταδικάζει την φορολογία για τη συντήρηση ενός μεγάλου κι αναποτελεσματικού κράτους, είναι νεοφιλελεύθερος.
Όποιος καταδικάζει κι αντιστρατεύεται τη δημόσια γραφειοκρατία που καταδυναστεύει την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη, είναι νεοφιλελεύθερος.
Όποιος δεν θέλει το κράτος να μπλέκει στις οικονομικές δραστηριότητες κι οι δημόσιες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες να καταργηθούν και να περάσουν στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, είναι νεοφιλελεύθερος.
Όποιος ενοχλείται με την αύξηση της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα που προκύπτουν εξ αιτίας των πολιτικών για να σωθούν οι θέσεις εργασίας του δημοσίου, τότε είναι νεοφιλελεύθερος.
Όποιος αντιστέκεται στα ρουσφέτια και στο πελατειακό κράτος κι επιθυμεί τον υγιή ανταγωνισμό, την αξιοκρατία και τους κανόνες παντού, τότε είναι νεοφιλελεύθερος.
Κι όποιοι αντιστρατεύονται τον νεοφιλελευθερισμό, είναι εκείνοι που επιθυμούν τη συνέχεια της φαυλοκρατίας και την εξάρτηση από κομματικά αφεντικά που προσβλέπουν στην προσοδοθηρία για την εξασφάλιση του παρασιτισμού τους.
Καιρός να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους.
Καιρός ν’ απαλλαγούμε από τη μούχλα.
Και το παραμύθι περί του επάρατου νεοφιλελευθερισμού.