Ήταν χρόνια ανέμελα. Κυρίως λόγω της παιδικότητας. Και λόγω μιας άλλης ζωής λιγότερο επώδυνης.
Ήταν χρόνια με περισσότερο γέλιο. Με περισσότερα χαρούμενα πρόσωπα. Με παλμούς χαράς αποτυπωμένους και στις καρδιές και στα πρόσωπα.
Η Λαμπρή τέλειωνε. Κι η κατάνυξή της. Κι η χαρά της Ανάστασης. Με τα τσόφλια από τα κόκκινα αυγά σκόρπια στην αυλή… Και τον οβελία καλοχωμένο στα στομάχια…
Κι ήταν πάντα η ίδια ιεροτελεστία που επέβαλλε ο πατέρας.
Να μου γράψεις μια έκθεση για το πώς πέρασες όλη τη Μεγάλη εβδομάδα και την Ανάσταση και την Κυριακή του Πάσχα…
Έλα ρε πατέρα… Όλοι παίζουνε κι εγώ θα γράφω;
Μου φαινόταν απίστευτη καταπίεση.
Μα καθόμουν να γράψω…
Για τα καινούργια παπούτσια που μου πήρε ο νονός.
Για τη λαμπάδα.
Για το καινούργιο παντελόνι που μου πήρε η γιαγιά Θεοδώρα.
Για τα καλούδια που θα μου έπαιρνε κι η γιαγιά Ελένη αν δεν την είχε πάρει μαζί του ο Θεούλης.
Για τις βόλτες στο Πασαλιμάνι.
Για τον παπά στον Άγιο Βασίλη που έκλαιγε την ώρα που έψαλε «σήμερα κρεμάται επί ξύλου»…
Για τον θείο Αντώνη που πάντα τη Μεγάλη Παρασκευή έψαλε:
- Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι, Χριστέ μου…
Για τον Επιτάφιο. Που κάθε χρόνο ήταν πιο όμορφα στολισμένος από τον προηγούμενο.
Για τη γκρίνια για τις φακές, τα νερόβραστα φαγητά, τη νηστεία…
Τις απορίες:
Καλά, να καταλάβω ότι δεν τρώμε λάδι επειδή νηστεύουμε… Μα τότε γιατί τρώμε ελιές; Γιατί τρώμε ψωμί που γίνεται κι αυτό από καρπό της γης;
Κι οι απαντήσεις:
- Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις!
Μεταξύ μας, ποτέ δεν κατάλαβα…
Έγραφα:
Για την Ανάσταση. Τα βαρελότα. Τα δυναμιτάκια.
Και το οικογενειακό τραπέζι. Με τη μαγειρίτσα.
- Ούτε εγώ θυμάμαι πόσες φορές έπλυνα τα έντερα, μονολογούσε η μάνα μου…
Για την πρωινή ιεροτελεστία της Κυριακής του Πάσχα.
Που σηκωνόταν αξημέρωτα ο πατέρας μου να δέσει το αρνί στη σούβλα, να το στηρίξει καλά, να ανάψει τη φωτιά στον λάκκο του κήπου…
Κι ύστερα το γύρισμα.
Εφιάλτης ήταν όταν ερχόταν η σειρά μου. Κι ένιωσα ότι συνέβη μια από τις μεγαλύτερες εφευρέσεις της ανθρωπότητας όταν κυκλοφόρησαν τα ηλεκτρικά μηχανάκια που γύριζαν αυτόματα τη σούβλα.
Κι ύστερα το τραπέζι. Με τα μεγάλα άσπρα τραπεζομάντηλα. Τα έστρωνε η μάνα μου κι όταν –μοιραία- τα λερώναμε, πάντα γκρίνιαζε!
Τα τραπέζια με όλα τα καλούδια.
Κι οι χοροί. Και τα τραγούδια. Με τις μαγικές φωνές του θείου Αντώνη, της θείας Βιβής, του πατέρα μου…
Κι ύστερα η «παρέλαση» της σόδας! Και τα λευκά φακελάκια που έγραφαν «ΕΝΟ» και βοηθούσαν την πέψη…
Έγραφα, έγραφα, έγραφα.
Για την ανθισμένη φύση και τα τεράστια λευκά και κόκκινα τριαντάφυλλα του κήπου.
Για την κόκκινη βουκαμβίλια που είχε γεμίσει άνθη και έφτανε μέχρι τα κεραμίδια του σπιτιού…
Για την ασπρόμαυρη τηλεόραση που πρωτομπήκε σπίτι μια Μεγάλη Τρίτη…
Για το μαύρο τηλέφωνο με αριθμό 451122 κι ένα νούμερο ακόμη που πάντα ξεχνούσα κι έφτασε στο πατρικό σπίτι μια Μεγάλη Δευτέρα. Κι έκτοτε έγινε το σπίτι κάτι σαν περίπτερο… Όλη η γειτονιά παρακαλούσε για ένα τηλεφωνηματάκι…
Έγραφα.
Σαν σήμερα. Πάντα Μεγάλη Δευτέρα. Την έκθεση του πατέρα μου.
Πόσο μου λείπει; Κι εκείνος κι εκείνη…
Τα σκεφτόμουν όλα αυτά όταν κάθισα να γράψω το καθημερινό άρθρο για τον «Έμβολο».
Κι είπα να τα μοιραστώ μαζί σας. Γεμάτος νοσταλγία. Και τα ωραία μάτια του μυαλού και των αναμνήσεων.
Εξ ου και προέκυψαν όσα διαβάσατε.
Χριστός Ανέστη φίλτατοι για όσους το πιστεύετε.
Γεμίστε καλοσύνη κι αγάπη κι όσοι δεν το πιστεύετε.
Και γεμίστε ευωδιές τις ψυχές σας.
Σαν εκείνες της παιδικής μας αθωότητας…
Αχ βρε πατέρα.
Νάσουν εδώ μαζί μου και ας μ’ έβαζες να γράφω εκθέσεις δυο και τρεις φορές την ημέρα…