Η φετινή ημέρα της γυναίκας χαρακτηρίζεται από μια αμηχανία. Ίσως μετά από χρόνια η φετινή μέρα ξεντυθεί το περιτύλιγμα του καταναλωτισμού που συνηθίζει να τη συνοδεύει. Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες σε παγκόσμιο επίπεδο για πρώτη φορά περιορίζουν την αίσθηση γιορτής.
Αυτό από καθαρά φεμινιστική άποψη είναι κάπως ικανοποιητικό, αφού εδώ και χρόνια υπάρχει η πεποίθηση πως η επέτειος της γυναίκας δεν είναι γιορτή, αλλά μέρα αντίστασης ενάντια στην πατριαρχία που ακόμα χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες και μέρα αγώνα για όλα αυτά που στερούνται και για τις ανισότητες που υφίστανται οι περισσότερες γυναίκες ανά τον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά η ανάγκη διαπίστωσης της οπισθοδρόμησης όσον αφορά τη θέση των γυναικών σήμερα είναι η πλέον υπαρκτή και προσήκουσα.
Αν και έχει επιτευχθεί -τυπικά τουλάχιστον- η θεσμική κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων και υποτίθεται πως έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για ισότιμη, δυναμική και ουσιαστική συμμετοχή της γυναίκας σε κάθε κλάδο ανθρώπινης δράσης, οι καταστάσεις και τα φαινόμενα στον κοινωνικό χώρο υποδεικνύουν ότι η ισότητα είναι μάλλον φασματική. Η ανισότητα στους μισθούς, η ανεργία που διαρκώς αυξάνεται, η ανασφάλιστη και ευέλικτη εργασία, τώρα πια στο όνομα της κρίσης, έρχονται να ανοίξουν τη βεντάλια των έμφυλων ανισοτήτων και να φέρουν τη γυναίκα σε ακόμα δυσμενέστερη θέση. Η διάλυση του “κράτους πρόνοιας” και η μη ύπαρξη αναγκαίων υποδομών αναγκάζουν τη γυναίκα να δουλεύει όχι μόνο για τον εργοδότη της αλλά και για την οικογένεια, αφού ο άντρας, τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι αποτελούν αποκλειστικό “καθήκον” της.
Η βία ενάντια στις γυναίκες τόσο μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον όσο και έξω από αυτό, είτε είναι ψυχολογική, είτε σωματική υπάρχει ακόμα. Μία στις τρεις γυναίκες ανά την υφήλιο έχει κακοποιηθεί, ξυλοκοπηθεί, βιαστεί. Η εμπορία του γυναικείου σώματος για σεξουαλική ικανοποίηση και το λαθρεμπόριο των γυναικών ακμάζουν, την ίδια στιγμή που η μετανάστευση “θηλυκοποιείται” και χιλιάδες γυναίκες αναζητούν μόνες τους ένα καλύτερο μέλλον. Επιπλέον, το δικαίωμα ελέγχου στο σώμα τους συνεχώς υπονομεύεται με τρανό παράδειγμα την προσπάθεια ποινικοποίησης της έκτρωσης, όπως στην Πολωνία. Η κοινωνική απαξίωση και στην πράξη η απαγόρευση του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση του σεξουαλικού προσανατολισμού, της σεξουαλικής ταυτότητας και επιλογής των γυναικών αφαιρούν και αυτές με τη σειρά τους το δικαίωμα ελέγχου του σώματός τους και κατατάσσουν τις γυναίκες σε “εύκολες” και “δύσκολες”, σε “γυναίκες για σπίτι” και “γυναίκες για διασκέδαση”. Ταυτόχρονα η άρνηση ικανοποίησης των “σεξουαλικών αναγκών” του άντρα είναι αυτή που θα οδηγήσει σε χαρακτηρισμούς όπως “φεμινίστρια” και “λεσβία”, με το ιδεολόγημα ότι προφανώς αυτές οι δύο κατηγορίες γυναικών είναι “ανέραστες” και “ανοργασμικές”.
Κάθε μήνα ακούμε για τουλάχιστον ένα βιασμό. Κάθε βδομάδα ακούμε για τουλάχιστον μια κακοποίηση. Περιπτώσεις όπως αυτή στη Λάρισα, με τον ομαδικό βιασμό ανήλικης και o ξυλοδαρμός φοιτήτριας από υπάλληλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο Βόλο, δείχνουν ξεκάθαρα ότι όχι μόνο δεν έχουμε ξεμπερδέψει με τη σεξιστική βία, αλλά αυτή καλά κρατεί. Ωστόσο βία ενάντια στις γυναίκες δεν είναι μόνο ο βιασμός και η ψυχοσωματική κακοποίηση.
Βία είναι το “απλό χαριτολόγημα”. Βία είναι το σεξιστικό σχόλιο και το ανέκδοτο. Βία είναι η άνιση αμοιβή για ίση εργασία. Βία είναι ο έλεγχος στον τρόπο που μια γυναίκα ντύνεται. Βία είναι να πρέπει να είναι πάντα χαρούμενη στη δουλειά της. Βία είναι το “απαλό άγγιγμα” του συναδέλφου και του αφεντικού της. Βία είναι να φτιάχνει καφέ για το αφεντικό της. Βία είναι να απολύεται επειδή είναι έγκυος. Βία είναι η άμισθη εργασία στο σπίτι. Βία είναι η ανυπαρξία κοινωνικού κράτους. Βία είναι η διαπόμπευση των οροθετικών. Βία είναι να είναι μετανάστρια και να θεωρείται εκδιδόμενη. Βία είναι να είναι εκδιδόμενη και να συλλαμβάνεται, ενώ ο νταβατζής της και ο πελάτης της να θεωρούνται ευυπόληπτοι οικογενειάρχες. Βία είναι να μην μπορεί να χωρίσει επειδή δεν έχει δουλειά. Βία είναι να αναγκάζεται να δουλέψει ενώ δεν έχει τελειώσει το σχολείο. Βία είναι… η καθημερινή ζωή!
Φυσικά και μέρος της ευθύνης για την εμπέδωση της ισότητας των δύο φύλων αντιστοιχεί εύλογα και στις ίδιες τις γυναίκες, οι οποίες καλούνται να μην αποδέχονται συμπεριφορές ή πρακτικές που καταπατούν τα κατοχυρωμένα δικαιώματά τους ή επιχειρούν να μειώσουν την αξία του φύλου τους. Κάθε περιστατικό που κάποιος θα αστειεύεται με τις γυναίκες, θα αναρωτιέται για το μήκος της φούστας ή/και το βάθος του ντεκολτέ τους, όπως και κάθε περιστατικό απόλυσης εγκύου, σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας ή το σχολείο, κάθε “αγγίγματος”, κάθε ξυλοδαρμού και κάθε βιασμού είναι αδήριτη ανάγκη να γνωστοποιείται και να καταγγέλλεται. Συνάμα, οι ίδιες οι γυναίκες οφείλουν να υπερασπίζονται τις ικανότητες των άλλων γυναικών και να μη γίνονται και οι ίδιες φορείς εκείνων ακριβώς των στερεοτύπων που επιθυμούν να εξαλείψουν.
Το να εκφραστεί μια γυναίκα υποτιμητικά για τις ικανότητες και την αξία των γυναικών είναι πολύ πιο επιζήμιο από μια αντίστοιχη συμπεριφορά ενός άνδρα, διότι υποδηλώνει απουσία αυτοεκτίμησης και υπονομεύει τις προσπάθειες δεκαετιών για την εξίσωση των δύο φύλων. Τα δικαιώματα των γυναικών δεν ήταν ποτέ δώρο -ποτέ τους δεν παραχωρήθηκαν χαριστικά και ουδέποτε είναι ασφαλή- είναι αποκτήματα μόνιμου αγώνα. Γι’ αυτό στις 8 Μαρτίου δε γιορτάζουμε. Στις 8 Μαρτίου (όπως οφείλουμε και κάθε άλλη μέρα) αντιστεκόμαστε στα πατριαρχικά κατάλοιπα και συνεχίζουμε να παλεύουμε για τη διεκδίκηση αυτών που μας στερούν και της “ισότητας” που (δε) βιώνουμε.