Αυξάνεται η αξία των πωλήσεων στον λιανικό εμπόριο, μειώνεται ο όγκος τους
Ο πληθωρισμός στην ελληνική οικονομία, δηλαδή η ετήσια μεταβολή του γενικού επιπέδου των τιμών καταναλωτή, διαμορφώθηκε στο 2,8% τον Ιουν-23 από 4,1% τον Μαϊ-23 και 11,6% τον Ιουν-22.[1] Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερο τεύχος του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, δηλαδή η μείωση του ρυθμού ανόδου των τιμών, συνδέεται κυρίως με τη μείωση των τιμών ενέργειας αλλά και με τις επιδοτήσεις της κυβέρνησης.[2]
[1] Οι εν λόγω μεταβολές βασίζονται στον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ). Ο πληθωρισμός βάσει του Εθνικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή μειώθηκε στο 1,8% τον Ιουν-23 από 2,8% τον Μαϊ-23 και 12,1% τον Ιουν-22. Στο Πίνακα Α1 του στατιστικού παραρτήματος παρατίθεται η πορεία του πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ τα τελευταία 20 χρόνια (Ιουν-03 μέχρι Ιουν-23).
[2] Μείωση καταγράφεται και στον πυρήνα πληθωρισμού (γενικός δείκτης εξαιρουμένων των τιμών ενέργειας, τροφίμων, αλκοόλ και καπνού). Σύμφωνα με τις προκαταρτικές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), το εν λόγω μέγεθος διαμορφώθηκε στο 4,8% τον Ιουν-23 από 7,3% τον Μαϊ-23.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει χαμηλότερος σε σύγκριση με την Ευρωζώνη (5,5% τον Ιουν-23 σύμφωνα με την προκαταρτική εκτίμηση της Eurostat), στοιχείο που αντανακλάται στην περαιτέρω βελτίωση της σταθμισμένης πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας σε όρους τιμών συντελώντας στη συγκράτηση του εξωτερικού ελλείμματος. Παρά ταύτα, οι υστερόχρονες επιδράσεις των πληθωριστικών πιέσεων επηρεάζουν αρνητικά και δείκτες της πραγματικής οικονομίας όπως ο όγκος των πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο.[1]
Στο Σχήμα 1 παρουσιάζονται τα στοιχεία του πληθωρισμού για τον μήνα Ιουν-23 στις 12 επί μέρους ομάδες αγαθών και υπηρεσιών που συνθέτουν τον ΕνΔΤΚ. Η κατηγορία της διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών σημείωσε την υψηλότερη αύξηση με 12,5%, συνεισφέροντας, βάσει της βαρύτητας που έχει στο καλάθι του νοικοκυριού, 2,5 ποσοστιαίες μονάδες στον ετήσιο πληθωρισμό του γενικού δείκτη. Ακολούθησαν με μικρότερες αυξήσεις οι ομάδες αγαθών και υπηρεσιών της υγείας (7,8%, συνεισφορά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες), των διαρκών αγαθών-ειδών νοικοκυριού και υπηρεσιών (7,3%, συνεισφορά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες), της ένδυσης και υπόδησης (5,9%, συνεισφορά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες), των ξενοδοχείων-καφέ-εστιατορίων (5,7%, συνεισφορά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες), των άλλων αγαθών και υπηρεσιών (4,0%, συνεισφορά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες), της αναψυχής-πολιτιστικών δραστηριοτήτων (3,3%, συνεισφορά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες), της εκπαίδευσης (2,2%, συνεισφορά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες) και των αλκοολούχων ποτών και καπνού (2,1%, συνεισφορά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες). Αντιθέτως σε 3 κατηγορίες καταγράφηκε πτώση των τιμών. Αυτές ήταν: οι επικοινωνίες (-2,7%, συνεισφορά -0,1 ποσοστιαίες μονάδες), οι μεταφορές (-5,3%, συνεισφορά -0,7 ποσοστιαίες μονάδες) και η στέγαση, νερό, ηλεκτρικό, αέριο και άλλα καύσιμα (-12,1%, συνεισφορά -1,2 ποσοστιαίες μονάδες). Η τελευταία κατηγορία ενσωματώνει σε μεγάλο βαθμό τις άμεσες επιδράσεις από τη μείωση των τιμών ενέργειας.
[1] Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό 2023 τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης για την ενεργειακή κρίση ανέρχονται σε €10,2 δισεκ. για το 2022 και σε €2,7 δισεκ. για το 2023. Το δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται σε €4,4 δισεκ. για το 2022, ενώ είναι μηδενικό για το 2023. Οι πληθωριστικές πιέσεις στην Ελλάδα ναι μεν παρουσιάζουν μεγάλη αποκλιμάκωση σε σύγκριση με το ιστορικό υψηλό του Σεπ-22 (12,1%), παρά ταύτα οι επιπτώσεις τους αποτυπώνονται σταδιακά και υστερόχρονα σε πραγματικά μεγέθη της οικονομίας. Συγκεκριμένα, το 4μηνο Ιαν-Απρ 23, ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου, δηλαδή οι πωλήσεις του εν λόγω κλάδου σε σταθερές τιμές, σημείωσε πτώση κατά 3,2% και 1,8% σε σύγκριση με το 4μηνο Ιαν-Απρ 22 και το 4μηνο Σεπ-Δεκ 22 αντίστοιχα. Αντιθέτως, την ίδια χρονική περίοδο, ο κύκλος εργασιών λιανικού εμπορίου, δηλαδή οι πωλήσεις του εν λόγω κλάδου σε τρέχουσες τιμές, κινήθηκε ανοδικά κατά 5,1% σε ετήσια βάση (σε σύγκριση με το 4μηνο Σεπ-Δεκ 22 παρουσίασε οριακή μείωση κατά 0,2%). Συνεπώς, το πρώτο 4μηνο του τρέχοντος έτους τα ελληνικά νοικοκυριά αγόρασαν λιγότερα προϊόντα λιανικής σε σχέση με πέρυσι, παρά ταύτα ξόδεψαν περισσότερες χρηματικές μονάδες για την απόκτηση των εν λόγω αγαθών. Ασφαλώς, αυτό το αποτέλεσμα δεν καταγράφεται μόνο στην Ελλάδα αλλά στο σύνολο της ΕΕ-27. Όπως παρουσιάζεται στον Πίνακα 1, η απόκλιση ανάμεσα στην ετήσια μείωση του δείκτη όγκου και στην ετήσια αύξηση του δείκτη κύκλου εργασιών λιανικού εμπορίου στο 4μηνο Ιαν-Απρ 23 πηγάζει κυρίως από τις κατηγορίες των μεγάλων καταστημάτων τροφίμων (super markets), των τροφίμων-ποτών-καπνού και των φαρμακευτικών-καλλυντικών
Εν κατακλείδι, οι υστερόχρονες επιδράσεις των πληθωριστικών πιέσεων, η άνοδος του κόστους δανεισμού, η εξασθένιση της μεταπανδημικής ορμής για κατανάλωση αγαθών και η μείωση των αποταμιεύσεων της πανδημίας, σταδιακά επηρεάζουν αρνητικά τους δείκτες της πραγματικής οικονομίας όπως ο όγκος των πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο.[1]
[1] Σύμφωνα με τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε σε ανοδική τροχιά το πρώτο τρίμηνο 2023 (+1,4% QoQ / +2,9% YoY από +1,8% QoQ / +4,1% YoY το τέταρτο τρίμηνο 2022) στηριζόμενη κυρίως στις υπηρεσίες.