7 Ημερες Οικονομία

  • Αυξημένες οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2023 σε σχέση με το 2019, αλλά με αναλογικά μικρότερη συνεισφορά στο ΑΕΠ

 

Το 2019 θεωρείται έτος ορόσημο για τον τουρισμό. Ήταν η χρονιά κατά την οποία καταγράφηκε η ιστορικά υψηλότερη επίδοση του κλάδου, τόσο σε εγχώριο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιδιού και Τουρισμού (World Travel and Tourism Council–WTTC), ενώ παράλληλα αποτέλεσε την τελευταία χρονιά πριν το ξέσπασμα της πανδημίας του COVID–19.

Στην Ελλάδα σημειώθηκε ρεκόρ αφίξεων μη κατοίκων (34 εκατ.) και ταξιδιωτικών εισπράξεων (€18,2 δισεκ.) βάσει των στοιχείων της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ).[1] Σύμφωνα με το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), η άμεση συνεισφορά του τουριστικού κλάδου έφτασε στα €23,1 δισεκ., ποσό που αναλογούσε στο 12,6% του ΑΕΠ εκείνης της χρονιάς, ενώ σύμφωνα με τη μεθοδολογία τoυ WTTC, το οποίο συμπεριλαμβάνει και μέρος των δευτερογενών επιδράσεων στις εκτιμήσεις του, η συνεισφορά του στο ΑΕΠ άγγιξε το 20,8%. Μετά την απότομη υποχώρηση που προκάλεσε η πανδημία, ο κλάδος ανέκαμψε εντυπωσιακά το 2022, με την άμεση συνεισφορά του στο ΑΕΠ να ξεπερνά τα €23,9 δισεκ. Λόγω όμως της αναλογικά μεγαλύτερης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, αποτέλεσμα της ισχυρής πραγματικής οικονομικής μεγέθυνσης αλλά και της ανόδου του επιπέδου των τιμών, το μερίδιο του τουρισμού στο ΑΕΠ παρέμεινε κάτω από τα επίπεδα του 2019, στο 11,5% κατά το ΙΝΣΕΤΕ.

Είναι επίσης δεδομένο πως ο τουριστικός κλάδος στην Ελλάδα συμβάλλει καταλυτικά στη μείωση των σημαντικών εξωτερικών ανισορροπιών που συνοδεύουν τις περιόδους ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εδώ και πολλές δεκαετίες. Το τουριστικό ισοζύγιο –το οποίο μετρά μόνο την άμεση επίδραση του τουρισμού στο ισοζύγιο πληρωμών της χώρας[2]– αποτελεί, ιστορικά, το ισοζύγιο με τη μεγαλύτερη καθαρή θετική συνεισφορά στο έντονα αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας. Ενδεικτικά, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις συνιστούν το 22% της αξίας των ελληνικών εξαγωγών κατά μέσο όρο την τελευταία δεκαετία (εκτός των ετών 2020 και 2021), ενώ σε καθαρούς όρους (δηλαδή εισπράξεις μείον πληρωμές) αποτελούν το 70% του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών και το 6,5% του ΑΕΠ, με αυξανόμενη τάση τα τελευταία χρόνια (Σχήμα 1).

Στο σημερινό δελτίο 7 Ημέρες Οικονομία παρουσιάζουμε μια συνοπτική ποσοτική ανάλυση των τάσεων του κλάδου για τη φετινή χρονιά και επισημαίνουμε κάποια βασικά γνωρίσματα τα όποια πηγάζουν ως παρατηρήσεις από την ανάλυση των δεδομένων των παρελθόντων ετών.

[1] Στην παρούσα ανάλυση, όπως και στις περισσότερες σχετικές αναλύσεις, ως «τουρίστες» νοούνται οι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού που επισκέπτονται την Ελλάδα, ανεξαρτήτως εθνικότητας και ως «ταξιδιωτικές εισπράξεις» καταγράφονται οι δαπάνες τους κατά την επίσκεψή τους στη χώρα μας, σύμφωνα με την Έρευνα Συνόρων και την των στοιχείων από τις κρουαζιέρες που συλλέγονται από την ΤτΕ.

[2] Ακόμα και με τον στενό ορισμό, το μέγεθος αυτό υποεκτιμά τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, καθώς κάποιες από τις άμεσες δαπάνες των επισκεπτών που ενισχύουν το ΑΕΠ και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καταγράφονται σε άλλους λογαριασμούς (π.χ. ισοζύγιο μεταφορών).

Σύμφωνα με την ΤτΕ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2022 ανήλθαν στα €17,7 δισεκ., σημειώνοντας ετήσια αύξηση μεγαλύτερη του 68%, όντας όμως μειωμένες κατά 3% σε σχέση με το 2019. Βάσει των προσωρινών στοιχείων της ΤτΕ για το πρώτο τετράμηνο, εκτιμούμε ότι το 2023 θα είναι άλλη μία καλή χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό, με τις τουριστικές εισπράξεις να ξεπερνούν τόσο τα περσινά επίπεδα, όσο και αυτά του 2019, ακόμα και σύμφωνα με το κάτω άκρο της εκτίμησής μας. Η μέση μας πρόβλεψη βρίσκεται λίγο κάτω από τα €22 δισεκ., δηλαδή αύξηση της τάξης του 20% σε σχέση με το 2019

Μια ουσιώδης παρατήρηση σε σχέση με τις παραπάνω εκτιμήσεις είναι ότι αναφέρονται στα ονομαστικά μεγέθη. Για να αποκομίσουμε μια πιο αντιπροσωπευτική εικόνα για την εκτιμώμενη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία τη φετινή χρονιά, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και το επίπεδο των τιμών, δηλαδή να εξετάσουμε τα αποπληθωρισμένα, ή αλλιώς «πραγματικά» μεγέθη.[1] Βάσει των εκτιμήσεών μας που παρουσιάζονται στις δύο τελευταίες σειρές του Πίνακα 1, η άμεση συμβολή των τουριστικών εισπράξεων στο πραγματικό ΑΕΠ της χώρας θα είναι αυξημένη σε σχέση με πέρσι, παραμένοντας όμως μικρότερη από την αντίστοιχη του 2019, ακόμα και σύμφωνα με το άνω άκρο της προβολής μας

[1] Για το σκοπό αυτό, έχουμε χρησιμοποιήσει τον αποπληθωριστή εξαγωγών υπηρεσιών που παράγεται από την ΕΛΣΤΑΤ. Αν και αυτός ο δείκτης επηρεάζεται και από εξαγωγές άλλων κατηγοριών υπηρεσιών (π.χ. μεταφορές), αποτελεί μια μία ένδειξη για τη μεταβολή της συνεισφοράς των τουριστικών εσόδων στο πραγματικό ΑΕΠ.

Δύο παρατηρήσεις ακόμη:

Πρώτον, η προβλεπόμενη αύξηση των τουριστικών εισπράξεων θα προκύψει ως αποτέλεσμα κλίμακας, δηλαδή της αύξησης του αριθμού των εισερχόμενων τουριστών και της αναλογικά μικρότερης μείωσης της δαπάνης ανά ταξίδι, όπως απεικονίζεται στο Σχήμα 3(α) (μεγαλύτερης επιφάνειας αλλά πιο «ψιλόλιγνα» τετράγωνα). Αναμένουμε δηλαδή τη συνέχιση μιας τάσης που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία 12 περίπου χρόνια και έχει γίνει πιο ξεκάθαρη από το 2014 κι έπειτα, με εξαίρεση τα «πανδημικά» έτη 2020 και 2021. Από τεχνικής άποψης, αυτή η τάση μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε «ποσοτικούς» παρά σε «ποιοτικούς» παράγοντες (Σχήμα 3β): αν και η ονομαστική μέση δαπάνη των επισκεπτών στη χώρα μας ανά ημέρα παραμονής σε αυτή δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί σημαντικά την περίοδο 2005–2022 για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την ΤτΕ.

 

 

Προηγούμενο άρθροΠρόταση Ψηφίσματος
Επόμενο άρθροΟμιλία του προέδρου της Ελληνικής Λύσης Κυριάκου Βελόπουλου στην Βουλή, κατά την συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης.