«2,3 δις για τα μεγάλα ψηφιακά έργα που θα φέρουν ένα άλλο κράτος στα χέρια μας» – Ομιλία του Υπουργού Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκου Πιερρακάκη στο Digital Economy Forum του ΣΕΠΕ

«2,3 δις για τα μεγάλα ψηφιακά έργα που θα φέρουν ένα άλλο κράτος στα χέρια μας» – Ομιλία του Υπουργού Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκου Πιερρακάκη στο Digital Economy Forum του ΣΕΠΕ

 

Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Πρόεδρε.

Φίλες και φίλοι,

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι – και το εννοώ, γιατί νομίζω ότι πλέον έχουμε θεμελιώσει κι εμείς ότι βρισκόμαστε σε αυτή την αίθουσα με αυτή την ιδιότητα. Νομίζω ότι το διαπιστώσατε τα τελευταία χρόνια στη μεταξύ μας σχέση, ώσμωση, συνεργασία. Και νομίζω ότι είναι πάρα πολύ κατάλληλο έπειτα από αυτά τα 3,5 χρόνια της πυκνής συνεργασίας σε ένα πάρα πολύ πυκνό διάστημα. Υπάρχει ένα ρητό το οποίο λέει ότι «υπάρχουν δεκαετίες που δεν συμβαίνει τίποτα και υπάρχουν εβδομάδες μέσα στις οποίες συμβαίνουν δεκαετίες». Και νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια, ενώ γενικά είχαμε ζήσει πολλές κρίσεις οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές, πάνω που βγήκαμε από αυτές τις κρίσεις προέκυψαν νέες. Κρίσεις τις οποίες κλήθηκε αυτή η κυβέρνηση και η κοινωνία γενικότερα να διαχειριστεί, κάποιες αφορούσαν ειδικά τη χώρα μας κάποιες αφορούσαν όλο τον κόσμο. Υγειονομικές, ενεργειακές, σε ό,τι μας αφορά υβριδικές κρίσεις στα σύνορα και είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον πώς μπορεί κανείς μέσα σε αυτή την πυκνότητα να μεταβολίζει τα γεγονότα για να πηγαίνει μπροστά αντί για να μένει πίσω.

Εγώ ειδικά για τον χώρο της Πληροφορικής θα μου επιτρέψετε να πω πως το μαθαίναμε και όχι με την έννοια του τωρινού όρου, της ψηφιακής πολιτικής, του digital, αλλά με τον όρο που το σπουδάσαμε στο Πανεπιστήμιο. Νομίζω ότι αξίζει κανείς να κάνει διαρκώς μία αποτίμηση. Θυμάμαι, ας μου επιτραπεί να πω αφού μίλησα για το Πανεπιστήμιο, μία καθηγήτριά μου, στο εξωτερικό, η οποία μας έβαζε όλους να δούμε έναν πίνακα και να γράψουμε με αφορμή τον τίτλο του πίνακα «τι βλέπουμε για την ζωή μας». Ο πίνακας ήταν του Γκωγκέν και το μουσείο ήταν το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης. Ο τίτλος του πίνακα ήταν «Από πού ερχόμαστε, τι είμαστε και πού πάμε». Λέει «θα καθόσαστε μπροστά κάποια ώρα, θα το σκεφτείτε πολύ καλά και μετά θα καθίσετε και θα γράψετε τι βλέπετε για τους εαυτούς σας και το ίδιο στο μέλλον να κάνετε για κάθε project που αναλαμβάνετε και για κάθε κλάδο που συμμετέχετε».

Και έτσι εδώ ας μου επιτραπεί να το κάνω λίγο πιο προσωπικό ότι θυμάμαι από όταν ήμουν φοιτητής της Πληροφορικής τα κείμενα του Νίκου Δήμου στο «RAM», θυμάμαι τα άρθρα στην πορεία του φίλου Ανδρέα Δρυμιώτη – που είναι στην αίθουσα – και το πόσο καθοριστικά υπήρξαν όχι μόνο για μένα αλλά για όλη μου την ομάδα. Θυμάμαι τα βιβλία του Μάικλ Δερτούζου και τη σημασία τους για εμάς. Και όλα αυτά μαζί πώς έκαναν έναν νέο 18 ετών να θέλει να σπουδάσει Πληροφορική. Γιατί πίστευα ότι, εν τέλει, η Πληροφορική και η τεχνολογία μπορεί να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική συνεισφορά, μεγαλύτερη δυνατή επίδραση για να αλλάξεις και να επηρεάσεις τα προβλήματα της κοινωνίας. Και βέβαια θυμάμαι και πολλούς από εσάς, με την έννοια ότι δεν θέλω να προδώσω τις ηλικίες σας, να πω για παράδειγμα τον φίλο μου τον Σπύρο Βυζάντιο, τις συνεντεύξεις του της δεκαετίας του 1990 ή του Θόδωρου Φέσσα ή άλλων ανθρώπων από τον χώρο της Πληροφορικής, να μιλάνε για τα προβλήματα της Πληροφορικής στις αρχές του 2000 – που εμείς ήμασταν φοιτητές. Και σήμερα που αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την ψηφιακή πολιτική της χώρας η ομάδα μου κι εγώ υπό τις εντολές του Πρωθυπουργού και τα προβλήματα να παραμένουν τα ίδια. Οι συνεντεύξεις να είναι επίκαιρες, τα πράγματα να παραμένουν σταθερά όπως λέει ο Γατόπαρδος «όλα αλλάζουν, όλα να μένουν ίδια».

Και αυτό το οποίο προσπαθήσαμε να κάνουμε βασικά ήταν να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο. Καθοριστικό σε αυτό ήταν το όραμα του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στις συζητήσεις που είχαμε, γιατί αυτό εάν μου έλεγε κανείς «τι έπαιξε τον καταλυτικότερο ρόλο για να πετύχει κανείς αυτή την μεγάλη αλλαγή που έγινε;» εγώ θα έλεγα τρεις λέξεις «προετοιμασία, προετοιμασία, προετοιμασία». Περίπου έναν χρόνο πριν από τις εκλογές του 2019 ο Πρωθυπουργός έφτιαξε μία ομάδα. Τότε ήμουν διευθυντής ερευνών της διαΝΕΟσις, πολλοί από τους ανθρώπους που ήταν σε αυτή την ομάδα βρίσκονται σε αυτή την αίθουσα μετά ήρθαν στο Υπουργείο, κάποιοι όχι. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά να επιθυμεί να κάνει κάτι εξαιρετικά συμβολικό: να καταργήσει το Υπουργείο του οποίου ο ίδιος ηγείτο. Ήταν Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης στην κυβέρνηση Σαμαρά, επέλεξε να καταργήσει αυτό το Υπουργείο γιατί έλεγε «είχαμε την Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση στο Υπουργείο αλλά την είχαμε μόνο κατ’ όνομα». Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, θυμίζω, ήταν στο Υπουργείο Οικονομικών, το ΕΔΕΤ μετέπειτα ΕΔΥΤΕ ήταν στο Υπουργείο Παιδείας, η ΗΔΙΚΑ ήταν στο Υπουργείο Εργασίας.

Γενικά η Πληροφορική, η ψηφιακή πολιτική, η ψηφιακή στρατηγική – μία οριζόντια πολιτική – κατά βάση, είχε εκτυλιχτεί κάθετα. Αυτό είναι και το πρόβλημα το οποίο έχει συμβεί και στα περισσότερα κράτη. Έτσι δεν είναι; Δηλαδή, εάν δει κανείς τι δυσκόλεψε τα project του ψηφιακού μετασχηματισμού παγκοσμίως ήταν λίγο–πολύ αυτό. Και καθίσαμε με έναν σχετικά ήσυχο τρόπο και με έναν τρόπο χωρίς παρωπίδες να μελετήσουμε βασικά δύο πράγματα εκείνο τον χρόνο: το πεδίο και τον ορίζοντα. Το πεδίο είναι τι είχε γίνει καλά και τι δεν είχε γίνει καλά. Συστήματα που είχαν δουλέψει: η Ελλάδα είχε την κληρονομία του Taxis, είχε την κληρονομία της συνταγογράφησης, πολλών άλλων συστημάτων. Και σε πολλά πράγματα είχαμε αποτυχίες κι εμείς, όπως όλοι. Και βέβαια τον ορίζοντα υπό την έννοια το ότι αρκούσε κανείς να δει τι είχε συμβεί σε άλλα κράτη και να διδαχθεί από τα λάθη των άλλων – αυτός είναι ο ευφυέστερος τρόπος για να διδάσκεσαι, από τα δικά σου λάθη είναι ο αποτελεσματικότερος. Ο ευφυέστερος είναι να διδάσκεσαι από τα λάθη των υπολοίπων. Και προσπαθούσαμε να δούμε τι είχαν κάνει οι άλλοι. Πήραμε την Εσθονία που φυσικά είναι ένα υπέροχο παράδειγμα αλλά απολύτως αδύνατο να το μιμηθείς. Αξιοποιήσαμε την τεχνογνωσία ενός πρώην Προέδρου της Εσθονίας του κυρίου Ίλβες, ο οποίος θυμάμαι είχε πει κάτι πάρα πολύ χαρακτηριστικό στις αρχές. Είχε πει ότι «τον πρώτο χρόνο μην περιμένετε να κάνετε πάρα πολλά. Τον πρώτο χρόνο βασικά νομοθετείτε. Τα επόμενα χρόνια είναι τα χρόνια του κώδικα. Αλλά πρέπει να πετύχετε καλά τη νομοθεσία, να μην κάνετε λάθη σε ό,τι αφορά τις ψηφιακές υπογραφές, τον τρόπο που δομείται το νέο Υπουργείο που θέλετε να φτιάξετε».

Καταφέραμε νομίζω και κάναμε κάποια πράγματα γρηγορότερα από τον χρόνο. Το gov.gr ιδρύθηκε στους εννέα μήνες αυτής της κυβέρνησης. Αλλά, παρόλα αυτά, όταν κοιτούσαμε τι κάνανε τα άλλα κράτη βλέπαμε: η Αγγλία έχει κάνει μέσω της Government Digital Service το gov.uk. Ενδιαφέρον παράδειγμα για την Ελλάδα, μπορούμε να το ερμηνεύσουμε στα δικά μας συμφραζόμενα. Φέραμε λοιπόν ανθρώπους που προσπαθούσαν να αποκτήσουν και μία ώσμωση από το εξωτερικό με εμάς αξιοποιώντας βέβαια τις τεράστιες δυνατότητες τις δικές σας. Γιατί μέσα σε αυτήν την αίθουσα δεν είναι μόνο πρόσωπα από ελληνική αγορά Πληροφορικής των οποίων το τεράστιο ταλέντο αξιοποιήσαμε και απελευθερώσαμε, είναι από τον δημόσιο τομέα. Εκπληκτικά στελέχη του δημοσίου τομέα. Στελέχη τα οποία στις τέσσερις το πρωί – γενικοί διευθυντές της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων οι οποίοι θα σας εκμυστηρευτούν ότι τους έχω πάρει τηλέφωνο όλους μετά τις 12 οποτεδήποτε είχαμε πρόβλημα και πάντοτε ήταν εκεί για να το λύσουν. Στελέχη του ΕΔΥΤΕ. Στελέχη της ΗΔΙΚΑ. Ένα τεράστιο ευχαριστώ σε όλους σας ειδικά σε εκείνους για όλη αυτήν την προσπάθεια.

Αλλά η ιδέα εδώ ήταν πάρα πολύ απλή. Παντρεύοντας τον ορίζοντα και το πεδίο γενικά μπορούμε να πετύχουμε μία μεγάλη αλλαγή. Ποια είναι όμως αυτή η αλλαγή; Πώς ορίζεις το πρόβλημα; Λέει το ρητό «Το να ορίσω ένα πρόβλημα είναι το μισό της λύσης του». Τόσα χρόνια στην Ελλάδα όταν μιλούσαμε για τα ψηφιακά λέγαμε «να πάρουμε ένα νέο σύστημα για να κάνει κάτι». Δεν πηγαίναμε ανάποδα, από την ανάγκη την οποία θέλαμε να εξυπηρετήσουμε. Νομίζω ότι κατακτήθηκε ο ορισμός του προβλήματος ο οποίος ήταν ότι η Ελλάδα ήταν μία γραφειοκρατική χώρα και μπορούμε να αξιοποιήσουμε απλές ψηφιακές τεχνολογίες για να την κάνουμε λιγότερο γραφειοκρατική. Δηλαδή, πώς το λέγαμε τότε. Θα πάρουμε όλα τα γεγονότα της ζωής μας από τη γέννηση μέχρι την απώλεια της ζωής. Ένα – ένα. Ποια είναι τα βασικά που αλληλεπιδράς με το Κράτος; Ανανέωση διπλώματος οδήγησης, γράφεις το παιδί σου σε έναν παιδικό σταθμό. Θα δούμε πόσα βήματα έχει το καθένα. Πάντα στην Ελλάδα ήταν παραπάνω τα βήματα απ’ ό,τι ήταν σε άλλες χώρες, σε πολλές περιπτώσεις πάνω από δέκα σε κάποιες πάνω από είκοσι. Το οποίο σήμαινε ότι ποτέ αυτά τα γεγονότα δεν είχαν τύχει σχεδιασμού. Ήταν υποπροϊόντα άλλων σχεδιασμών που ερχόταν το Κράτος, το Δημόσιο, διάφορες δομές του Κράτους να προσθέσουν πάντοτε και κάτι με βάση μία στενή οπτική.

Και η ιδέα ήταν «θα κάνουμε κεντρικό σχεδιασμό τώρα πλέον σε αυτό, με απλές τεχνολογίες». Με ένα απλό SMS αλλάζεις τελείως τον τρόπο με τον οποίο εξυπηρετείται ο πολίτης, με ένα email. Και όλα αυτά θα τα δομήσουμε και στις οθόνες του κώδικα και στα βιβλία του νόμου. Ήταν πάρα πολύ καθοριστική αυτή η προετοιμασία του ενός έτους. Γιατί; Γιατί το Υπουργείο αυτό φτιάχτηκε τα πρώτα 24ωρα του βίου αυτής της Κυβέρνησης. Ας μου επιτραπεί να πω ότι εάν την Τρίτη το πρωί μετά τις εκλογές δεν είχε φτιαχτεί, δεν θα είχε φτιαχτεί καθόλου. Και εξίσου καθοριστικό ήταν να του δώσουμε τις σχετικές αρμοδιότητες. Να μπορεί ο εκάστοτε Υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης να διαλειτουργεί όλα τα Μητρώα του Δημοσίου μεταξύ τους, να τα κάνει να μιλάνε. Και αυτό ήταν που ουσιαστικά οριοθέτηση όλα τα γεγονότα να μπορούμε να μην είναι των 15 βημάτων.

Τρεισήμισι χρόνια μετά έχουμε, θα έλεγα εάν έπρεπε να το ποσοτικοποιήσω, τρία βασικά πεπραγμένα σε αυτόν τον τομέα των ψηφιακών δημοσίων υπηρεσιών. Καταρχήν τις μετρήσαμε δηλαδή κάναμε μία αποτίμηση του πόσες είναι αυτές οι υπηρεσίες, δεν ξέραμε μέχρι το 2019. Πρώτη ερώτηση «όπως κάποτε δεν ξέραμε πόσοι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα», πρώτη ερώτηση στους συνεργάτες μου «πόσες είναι οι υπηρεσίες που παρέχει το Δημόσιο ψηφιακά;». Η απάντηση είναι «δεν ξέραμε». Μετρήσαμε, ουσιαστικά, πόσες ήταν αυτές οι υπηρεσίες και τις βρήκαμε 501. Προσθέτουμε δύο την πρώτη ημέρα: την υπεύθυνη δήλωση και την εξουσιοδότηση. Σήμερα είναι 1.500. Άρα το βήμα ένα είναι τριπλασιασμός των υπηρεσιών. Τι παρήγαγε ο τριπλασιασμός των υπηρεσιών; Επί 100 στις χρήσεις. Είχαμε 8,8, εκατ. ψηφιακές συναλλαγές το 2018, έχουμε 1 δις ψηφιακές συναλλαγές φέτος. Το διαιρείς με τον πληθυσμό και αποτυπώνει τις ουρές που απέφυγες. Και αυτό από μόνο του είναι το μέγεθος της όλης αυτής μεταρρύθμισης.

Αλλά όλο αυτό έχει επιτευχθεί με έναν διττό τρόπο. Πάντα στην Πληροφορική το θυμάμαι απ’ όταν –μιας και επικαλέστηκα τα χρόνια του Πανεπιστημίου– ξεκίνησα και εγώ και οι συνεργάτες μου να διαβάζουμε ή να ακούμε πολλούς από εσάς. Υπήρχε ένα δίλημμα: τι κάνει το κράτος και τι κάνει ο δημόσιος τομέας. Μεγάλο ντιμπέιτ. «Τι πρέπει να κάνουμε outsourcing, τι πρέπει να κάνουμε capacity building και να χτίζουμε υποδομές εντός του Δημοσίου;». Αποφασίσαμε αυτό το δίλημμα να το απαντήσουμε αγνωστικιστικά: όποιος κάνει τη δουλειά, μας κάνει. Και υπό αυτή την έννοια προσπαθήσαμε και να κάνουμε μεγάλο capacity building στις δομές του Δημοσίου που ξεκίνησαν να φτιάχνουν λύσεις – η υπεύθυνη δήλωση φτιάχτηκε από στελέχη του ΕΔΥΤΕ – αλλά ταυτόχρονα χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι χωρίς μεγάλα έργα και χωρίς τη μεγάλη συνεισφορά των μελών του ΣΕΠΕ και ευρύτερα της αγοράς Πληροφορικής θα ήμασταν στο απόλυτο κενό. Δεν μπορείς να κάνεις όμως μόνο το ένα, δεν μπορείς να κάνεις μόνο το άλλο. Παντρεύεις τις δυνατότητες αυτές.

Και έτσι, τρεισήμισι χρόνια μετά, τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους. Έχουν δημοπρατηθεί πάνω από 220 μεγάλα έργα συνολικού ύψους 2,3 δις, πάνω από 400 εκατ. σε ενισχύσεις, περισσότερα από 700 εκατ. σε ΣΔΙΤ και μέσα στο επόμενο εξάμηνο θα έχουμε άλλα 600 εκατ. σε διαγωνισμούς. Όλα αυτά αποτυπώθηκαν σε ένα κείμενο. Το ξεκινήσαμε αυτό το κείμενο επίσης από την πρώτη ημέρα του 2019: τη Βίβλο του Ψηφιακού Μετασχηματισμού. Βέβαια, αντιλαμβάνεστε ότι εάν δεν υπήρχε το Ταμείο Ανάκαμψης το κείμενο αυτό δεν θα ήταν το ίδιο σε καμία των περιπτώσεων.

Ξεκινήσαμε να κάνουμε αυτό το οποίο περιγράφεται ως gap analysis, δηλαδή, ποιο είναι το κενό ανά Υπουργείο, ανά υπηρεσία. Πόσα είναι τα θεμελιώδη συστήματα που λείπουν και πόσα χρήματα έχουμε για να καλύψουμε αυτή την επένδυση; Αντιλαμβάνεστε ότι προ Ταμείου Ανάκαμψης οι ανάγκες ήταν πολλαπλάσιες των δυνατοτήτων και άρα θα έπρεπε να έχουν γίνει εξαιρετικά βίαιες επιλογές ανάμεσα στις εκδοχές του αναγκαίου. Μετά ήρθε το Ταμείο Ανάκαμψης, ο κορωνοϊός και μας επέτρεψε να χρηματοδοτήσουμε το σύνολο του αναγκαίου και να μπούμε και στη σφαίρα του επιθυμητού. Με έργα δηλαδή τα οποία συνομιλούν με το «μετά», όχι μόνο με τις ανάγκες της χώρας που είχαμε στα χέρια μας εκείνη τη στιγμή. Νομίζω ότι όλη αυτή η στρατηγική μαζί που έχει γίνει σε στενή συνεργασία με κάθε δομή του ελληνικού κράτους, με κάθε άλλο Υπουργείο, με ανεξάρτητες αρχές, με την ΑΑΔΕ, με τον ΕΦΚΑ αθροιστικά δημοπρατώντας όλα αυτά τα έργα όταν θα τα παραλάβουμε – γιατί θα πάρουν κάποια χρόνια ως μεγάλα έργα να υλοποιηθούν – πραγματικά θα έχουμε ένα άλλο κράτος στα χέρια μας. Και είμαστε πάρα πολύ κοντά σε αυτό, είμαστε λίγα χρόνια μακριά από αυτό ίσως τρία χρόνια.

Όλα αυτά, βέβαια, έρχονται και είναι στο πλαίσιο ενός agile – όπως λέμε στη γλώσσα της Πληροφορικής – σχεδιασμού, ευέλικτου. Δηλαδή, δεν περιμένουμε μόνο τα μεγάλα έργα τα οποία έρχεται κάθε φορά – όχι η επόμενη κυβέρνηση, αλλά ο επόμενος Υπουργός να ανατρέψει με πάντοτε έναν καλύτερο σχεδιασμό. Γιατί όλοι πιστεύουμε ότι έχουμε έναν καλύτερο σχεδιασμό από τους προκατόχους μας. Αλλά ταυτόχρονα, ενώ δημοπρατούμε τα μεγάλα έργα, κάνουμε μικρές, απλές και καθημερινές λύσεις. Και για να αναφέρω πάλι τον Ανδρέα Δρυμιώτη νομίζω ότι αυτό ήταν το μάθημα το οποίο μου έδωσε. Το μικρό, το καθημερινό, το απλό. Πάμε στο πρόβλημα και απαντάμε στο πρόβλημα. Η τεχνολογία έρχεται δεύτερη και πολλές φορές αυτά είναι εξαιρετικά απλά. Λαμβάναμε email θυμάμαι στο Υπουργείο, από την πρώτη ημέρα, για πράγματα τα οποία ενοχλούσαν τους πολίτες, και βλέπαμε ότι υπήρχε μία ρητορική στους ειδικούς της τεχνολογίας διακριτή από αυτή που υπήρχε ως ρητορική των αναγκών του πολίτη.

Γιατί εμείς λέγαμε μεταξύ μας και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου «λείπει το ERP, το HRMS, το CRM» και οι πολίτες έλεγαν «καθυστερώ στα ΚΕΠΑ και ταλαιπωρούμαι πολύ, καθυστερεί η σύνταξη τρομακτικά, ταλαιπωρούμαι στο Κτηματολόγιο και στην πολεοδομία» και ποτέ αυτά τα δύο δεν είχαν ματσαριστεί. Γιατί στην πραγματικότητα όλα αυτά ήταν προβλήματα Πληροφορικής τα οποία έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως τέτοια και να γεφυρωθεί το χάσμα της πράξης και του λεξιλογίου. Και νομίζω ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση που έφερε αυτόν τον κλάδο εκεί που του αξίζει. Στην ανθρωποκεντρική λογική του Δερτούζου στο ότι λύνουμε προβλήματα που αφορούν τους πολίτες στην καθημερινότητά τους και στο πεδίο.

Ταυτόχρονα, βέβαια, οι αλλαγές δεν έχουν μείνει μόνο στο στενό χώρο των ψηφιακών δημοσίων υπηρεσιών. Στις Τηλεπικοινωνίες, επίσης, υπάρχει αυτή η διπλή εικόνα που ξέρετε. Στην κινητή τηλεφωνία να είμαστε κάπου 25η στον κόσμο, ενώ στη σταθερή να είμαστε 93η – 94η– 95η. Στην κινητή τηλεφωνία κάναμε την πιο καινοτόμο δημοπρασία φάσματος στην Ευρώπη και μία σίγουρα από τις πιο καινοτόμες στον κόσμο μέσα από τη δημιουργία του «Φαιστός» και το πώς επενδύουμε στο 5G. Στη σταθερή ξεκινήσαμε από 270 χιλιάδες γραμμές Fiber to the Home στο τέλος του 2019 για να είμαστε σήμερα 1,15 εκατομμύρια, από έναν παρονομαστή 4,8 εκατομμύρια δυνητικών γραμμών που θα καλυφθεί μέχρι το 2027 από τις ιδιωτικές επενδύσεις και από το Ultra Fast Broadband. Και εκεί τρέχουμε γρήγορα. Και εκεί ο ανταγωνισμός στην Τεχνολογία μπαίνει στην εξίσωση. Και εκεί βλέπουμε τη Starlink πλέον να ξεκινά να εκπέμπει στη χώρα μας και να ρυθμίζεται από την ΕΕΤΤ. Θα μπει και η Amazon. Και βέβαια και εμείς οι ίδιοι αξιοποιούμε τον χώρο του Διαστήματος, εγώ θα έλεγα, με έναν γήινο τρόπο ο οποίος προβλέπει και επιτάσσει και να έχουμε μικροδορυφόρους και ασφαλείς κρατικές επικοινωνίες και για να τους αξιοποιούμε πάλι στα καθημερινά προβλήματα τα οποία έχουμε στη χώρα μας, όπως οι φωτιές. Και εκεί υπάρχει ένα πολύ μεγάλο πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης το οποίο επίσης αξιοποιούμε.

Όλα αυτά βέβαια ήρθαν, όπως είπα, μέσα σε ένα καθεστώς κρίσεων. Γιατί εμείς σχεδιάζαμε μία στρατηγική που μίλαγε για απλούστευση διαδικασιών για το εθνικό πρόγραμμα απλούστευσης διαδικασιών το «Μίτος» το οποίο έχει δημιουργηθεί και καταγράφει τις διαδικασίες, αλλά τον Μάρτιο του 2020 ήρθε ο Covid–19. Και εκεί αυτό που κάναμε ήταν να χρησιμοποιήσουμε την ίδια λογική και την ίδια φιλοσοφία και να λύσουμε αυτού του τύπου την κρίση. Ξέραμε ότι όσο απλουστεύουμε και ψηφιοποιούμε διαδικασίες αφαιρούμε φυσικές αλληλεπιδράσεις. Και όλη αυτή η στρατηγική μάς επέτρεψε να μπορούμε να απαντήσουμε στο πρόβλημα. Από το 13033 που στήθηκε σε λιγότερο από ένα 24ωρο μέχρι το Σύστημα Εμβολιασμού που στήθηκε σε επτά εβδομάδες. Ειδικά για το σύστημα εμβολιασμού επιτρέψτε μου να πω ότι ήταν μία από τις καλύτερες εκδοχές του ελληνικού κράτους που αισθάνομαι πολύ προνομιούχος που είχα την ευκαιρία να δω και να συμμετάσχω σε αυτήν. Είτε ήταν τα στελέχη του συστήματος Υγείας, είτε ήταν οι Πληροφορικοί – όλοι είναι εδώ, συνεργάτες μου, τα στελέχη Πολιτικής Προστασίας, τα στελέχη του Στρατού χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε λειτουργήσει τα logistics. Μέχρι τη λειτουργία των αλγορίθμων, συμβουλευτικές εταιρείες που μας βοήθησαν, το πώς κάναμε τη διανομή των εμβολίων από πέντε σημεία σε 440. Το πώς χρειάστηκε όλοι μας να γίνουμε περισσότερο ειδικοί σε αυτό και στην επιχειρησιακή έρευνα.

Είναι πολύ ωραίο που η Ελλάδα κατάφερε να στήσει μία τέτοιου τύπου επιστημονική άσκηση. Σκεφτείτε λίγο να κάνουμε ένα γκάλοπ το 2018 ή το 2015 και να πούμε ότι «σε καθεστώς παγκόσμιας πανδημίας θέτουμε το ερώτημα: η Ελλάδα, η Βαυαρία ή η Μασαχουσέτη θα κάνουν το επιτυχημένο σύστημα;». Πόσοι στην αίθουσα θα ψήφιζαν την Ελλάδα; Κανείς, συμπεριλαμβανομένου εμού. Κι όμως διαψεύσαμε τους πάντες. Ήμασταν οι που έκαναν από αυτή την τριάδα επιτυχημένο σύστημα από την πρώτη ημέρα. Και το έκαναν χάρη σε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Και το έκαναν κυρίως βέβαια χάρη σε μία θεμελιακή πεποίθηση ότι μπορούν να το κάνουν. Αυτό είναι το δυναμικό που βλέπουμε στις εταιρείες σας, αυτό είναι το δυναμικό που βλέπουμε στα ελληνικά Πανεπιστήμια, αυτό είναι το δυναμικό που βλέπουμε σε κάθε ξένο Πανεπιστήμιο που οι Έλληνες είναι σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά με βάση τον πληθυσμό οπότε θα δικαιολογείτο. Άρα αυτό είναι το δυναμικό που υπάρχει και βασικά περίμενα να απελευθερωθεί.

«Η Ελλάδα είχε πάντοτε», λένε κάποιοι, «το hardware αλλά δεν είχε το software». Είχε την πρώτη ύλη είτε μιλάμε για τη φυσική της θέση είτε μιλάμε για το ανθρώπινο δυναμικό της αλλά δεν είχε τους σωστούς κανόνες του παιχνιδιού και τη στρατηγική. Και νομίζω ότι η τεράστια συνεισφορά του Πρωθυπουργού και της ομάδας του είναι αυτή: και το γεγονός ότι η στρατηγική υπάρχει και το γεγονός ότι πιστεύουμε ότι μπορούμε να την υλοποιήσουμε. Ας μην υποτιμά κανείς το δεύτερο γιατί στο τέλος της ημέρας έρχεται το δεύτερο να παντρευτεί με το πρώτο και να απελευθερώσουν όλες αυτές τις δυνατότητες. Και βέβαια χάρη σε όλα αυτά – ανέφερε πριν η Γιώτα Παπαρίδου τα βραβεία του WITSA – και το ελληνικό δημόσιο βραβεύτηκε δύο φορές ανάμεσα στις τόσες ελληνικές εταιρείες στα βραβεία του WITSA για όλες αυτές τις κατακτήσεις, με τελευταία την εφαρμογή MyHealth που είναι το πρόπλασμα του ψηφιακού ιατρικού φακέλου που θα χτιστεί περαιτέρω τις επόμενες εβδομάδες με τις ιατρικές εξετάσεις.

Δεν σας κρύβω ότι αυτή η στρατηγική όπως έχει τύχει να την παρουσιάσουμε πλέον και εμείς σε άλλες χώρες και μακριά από εμένα η ύβρις ότι έχουμε καλύψει όλο το κενό, σε καμία των περιπτώσεων, αλλά ο ισχυρισμός μου θα ήταν ότι η βελόνα κινείται και ότι κινείται μάλιστα με την μεγαλύτερη ταχύτητα που έχει κινηθεί ποτέ. Είναι μία μη αναμενόμενη μεταρρύθμιση όχι ως προς την φορά της αλλά ως προς την ταχύτητα και την επιτάχυνσή της.

Και υπό αυτήν την έννοια πλέον ενώ το 2019 εμείς ρωτούσαμε άλλους «πείτε πώς το κάνατε» ήταν μία πάρα πολύ ωραία στιγμή όταν πήγαμε στον Λευκό Οίκο να παρουσιάσουμε εμείς στην αμερικανική κυβέρνηση τον τρόπο με τον οποίο δομήθηκε το Υπουργείο σαν case study, τον τρόπο που στήθηκαν τα Εμβόλια και τον τρόπο που προσεγγίζουμε κάθε νέα ψηφιακή υπηρεσία που εντάσσουμε στο gov.gr. Αισθανόμασταν λίγο σαν να ήμασταν στη ζώνη του λυκόφωτος αλλά παρόλα αυτά θα έλεγα ότι αισθανόμασταν και πάρα πολύ ισχυροί στα πόδια μας ότι είχαμε δημιουργήσει ένα κεκτημένο. Το οποίο κεκτημένο δε ιδανικό θα είναι να μην ανατραπεί με βάση τον όποιο πολιτικό κύκλο. Γιατί το θέμα είναι αυτή η μεταρρύθμιση υποδομών να μπορέσει να συνεχιστεί ανεξάρτητα από τον πολιτικό κύκλο τα επόμενα χρόνια, αυτή θα είναι η μεγαλύτερη δυνατή κατάκτηση όλων μας. Και σε ό,τι μας αφορά έχουμε προσπαθήσει αυτό να το θεμελιώσουμε και να το κατοχυρώσουμε στο μέγιστο δυνατό βαθμό βέβαια που γίνεται με βάση τα ελληνικά πολιτικά συμφραζόμενα.

Προσθέτω βέβαια σε αυτή την εξίσωση ότι τεράστιο ρόλο στην απελευθέρωση αυτού του δυναμικού δεν έχει παίξει μόνο η οθόνη του κώδικα, έχει παίξει και το γράμμα του νόμου. Αναφερθήκατε πριν, κυρία Πρόεδρε, αγαπητή Γιώτα, στο θέμα του Cloud των μεγάλων επενδύσεων. Να αναφέρω εδώ ότι είναι ένα mini case study μέσα σε όλο αυτό, σε όλη αυτή την πορεία. Γιατί το 2019 η Ελλάδα είναι στη λίστα 301» του αμερικανικού Υπουργείου Εμπορίου. Ανατρέξτε στη λίστα «301» και θα διαπιστώσετε ότι δεν είναι η μία λίστα στην οποία θέλει κανείς να είναι. Και βγαίνουμε από τη λίστα μέσα σε λίγους μήνες με το που αναλαμβάνουμε, φέρνουμε μία νέα νομοθεσία που λέγεται Cloud First Policy, γίνεται μία παρουσίαση από τον Πρωθυπουργό στον πρόεδρο της Microsoft στο Νταβός αναφορικά με τις δυνατότητες της Ελλάδας και με την νέα θεσμική της προσέγγισης, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής θεσμικής προσέγγισης για το Cloud. Και έρχεται η Microsoft. Μετά ανακοινώνει η Amazon. Μετά ανακοινώνει η Data Realty με την εξαγορά της Lamda Helix. Μετά ανακοινώνει η Google. Και όλο αυτό έχει γίνει μέσα από ένα μείγμα κάλυψης προβλημάτων του παρελθόντος, έξυπνης και προσωπικής πολιτικής και απευθείας προσέγγισης του Πρωθυπουργού και μιας πραγματικά καινοτόμου θεσμικής προσέγγισης για το Cloud.

Αυτό πρέπει να κάνουμε βασικά για τα πάντα. Πρέπει να προσπαθήσουμε να απελευθερώσουμε το δυναμικό που έχουμε σε κάθε τομέα και «να καινοτομήσουμε, να καινοτομήσουμε, να καινοτομήσουμε». Όπως συνέβη εδώ. Είναι απολύτως εφικτό να γίνει. Και νομίζω ότι κάθε θεσμική προσέγγιση που κάνουμε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής μας παρουσίας αποδεικνύει ότι γενικά προσπαθούμε αυτό να το κάνουμε. Βέβαια οι προκλήσεις για το μέλλον είναι πολλές. Η πρώτη πρόκληση είναι να ολοκληρώσουμε το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο είναι ένα «Σχέδιο Μάρσαλ» για τη χώρα. Να δημοπρατήσουμε όλα, μα όλα τα έργα και στα χρονοδιαγράμματα τα οποία θα δημοπρατηθούν και αυτό θα γίνει τους επόμενους μήνες όπως θα δείτε από τους εποπτευόμενους φορείς του Υπουργείο και από το Υπουργείο σε ό,τι αφορά τα ψηφιακά έργα.

Αλλά εγώ θα έλεγα ευρύτερα το Ταμείο αυτό, το σχέδιο αυτό θυμίζει αυτό που συνέβη στη χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο που εκεί που δεν υπήρχαν δρόμοι φτιάχτηκαν δρόμοι και εκεί που δεν υπήρχαν λιμάνια φτιάχτηκαν λιμάνια. Τώρα φτιάχνονται ψηφιακές υποδομές παντού εκεί που δεν υπήρχαν ψηφιακές υποδομές ή ανανεώνονται ή μεγαλώνουν. Άρα αυτό πρέπει να γίνει απαρέγκλιτα και θα γίνει. Και από εκεί και πέρα πρέπει να μη χάσουμε τα χαμένα τρένα. «Η μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» λέει ο ποιητής. Πρέπει να μη φοβηθούμε τη βοή των γεγονότων που έρχονται. Το μέλλον ή το σχεδιάζεις ή το υφίστασαι.

Και γενικά υπάρχει αυτό στα οικονομικά το οποίο, θυμάται κανείς εάν δει την εξέλιξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ιστορία πως ήταν λίγο – πολύ το ίδιο μέχρι το 1750 που γίνεται η πρώτη βιομηχανική επανάσταση και εκτοξεύεται. Και με την Τέταρτη θα γίνει αυτό. Και το θέμα είναι να είμαστε στην πλευρά των κερδισμένων. Όπως είχε ειπωθεί τότε από τον Δερτούζο «να μην χάσουμε το τρένο της Πληροφορικής» και το χάσαμε σαν χώρα. Να μην χάσουμε τα επόμενα τρένα τα οποία είναι από όλες αυτές τις νέες τεχνολογίες: τη τεχνητή νοημοσύνη, το blockchain, επαυξημένη πραγματικότητα, οι οποίες σωρευτικά θεωρούνται ότι είναι μία επανάσταση, να μην κλειδώσουμε το βλέμμα μας μόνο στο να καλύπτουμε τα κενά του χθες – να κάνουμε ταυτόχρονα και τα δύο. Και νομίζω ότι μπορούμε κάλλιστα να το κάνουμε. Έχουμε τα κονδύλια για να κάνουμε έξυπνες επιλογές, έχουμε πλέον την νομοθετική καινοτομία για να το πετύχουμε και εγώ θα έλεγα έχουμε και τα ταλέντα τα οποία πρέπει να γυρίσουν στη χώρα όπως πολύ σωστά ειπώθηκε πριν.

Η μεγάλη μάχη των επόμενων ετών θα είναι στο να κάνουμε όλα αυτά συν ένα πράγμα ακόμη το οποίο είναι απολύτως στρατηγικό: οι δεξιότητες. Τα εκπαιδευτικά συστήματα παντού πρέπει να επανασχεδιαστούν. Στήθηκαν με όρους προσδόκιμου ζωής 60 ετών και ζωής τριών φάσεων: εκπαίδευση, εργασία, σύνταξη και για μία καριέρα. Στην προηγούμενη γενιά για ένα πτυχίο, στη δική μου γενιά για ένα μεταπτυχιακό, στη γενιά των παιδιών θα είναι οι δεξιότητες. Το προσδόκιμο θα φτάσει μέχρι τα 100 γιατί αυξάνεται ένα χρόνο κάθε τέσσερα χρόνια, με εξαίρεση την μικρή παρένθεση του Covid–19. Και η τεχνολογική εξέλιξη επιταχύνεται. Αυτά τα δύο μαζί τι δομούν; Δομούν μία ζωή με πολλές καριέρες, με πολλές φάσεις. Και άρα πρέπει διαρκώς να επανεμπλουτίζουμε τις δεξιότητές μας. Ειδικά για την Πληροφορική υπάρχει αυτό το μεγάλο κενό που ειπώθηκε πριν. Πρέπει οι ψηφιακές δεξιότητες να μπουν παντού στη ζωή μας. Ένας απόφοιτος Πληροφορικής το 2005 από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο δεν θυμάται τη συγκεκριμένη γλώσσα που έκανε στο τάδε μάθημα πχ. την Fortran που ήταν ήδη αρκετά παλιά, θυμάται όμως αλγοριθμική σκέψη. Άρα, θα έχουμε αλγοριθμική σκέψη στα 20. Και νέες γλώσσες θα μαθαίνει κανείς στη πορεία και νέες δεξιότητες: κυβερνοασφάλεια, project management. Και οτιδήποτε δεν υπάρχει ακόμα αλλά θα υπάρχει σε δέκα χρόνια και σε είκοσι. Αυτό είναι που πρέπει να παρακολουθήσουμε τα επόμενα χρόνια.

Και ενώ θα ψηφιοποιούμε το κράτος, ενώ θα αλλάζουμε τη διείσδυση των ψηφιακών τεχνολογιών στον ιδιωτικό τομέα, ενώ οι κοινωνίες θα καλύπτουν το κενό και διαρκώς θα καινοτομούν και θα φτάνουν εκεί που πρέπει, ο τέταρτος πυλώνας του digital – οι ψηφιακές δεξιότητες θα είναι το τεράστιο διακύβευμα για να αποδείξουμε: εάν όλοι μπορούν να παρακολουθήσουν την εξέλιξη, εάν ο δημόσιος τομέας θα μπορέσει να συνεχίζει να παίζει αυτόν τον ρόλο και να μην αυξηθεί το χάσμα από τον ιδιωτικό τομέα, εάν θα κρατήσουμε ταλέντα στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα, εάν θα μετατρέψουμε φάσεις της χώρας όπως πχ η στρατιωτική θητεία σε Πανεπιστήμια, όπως το κάνουν άλλοι, για να μπορέσουμε να διδάξουμε στοχευμένα δεξιότητες στον κόσμο. Και εάν εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν καθόλου δεξιότητες θα καταφέρουν να τις αποκτήσουν μέσα από έξυπνα προγράμματα ή μέσα από προγράμματα όπως αυτά τα οποία κάνετε λίγο ή πολύ εσείς μέσα στις εταιρείες σας. Γιατί αυτό πρέπει να μάθει να κάνει το Κράτος αυτό που λίγο ή πολύ κάνετε εσείς. Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα των επόμενων ετών και μαζί με τα άλλα είναι ένα ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντηθεί. «Η μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» είναι δεδομένη, η δουλειά μας είναι επίσης δεδομένη. Και γι’ αυτόν τον λόγο για ακόμη μία φορά ένα μεγάλο ευχαριστώ για όσα πετύχαμε μαζί μέχρι σήμερα και κυρίως μία αναγνώριση της μεγάλης πρόκλησης που από κοινού έχουμε μπροστά μας. Σας ευχαριστώ πολύ.

Προηγούμενο άρθροEπίσκεψη του Πρωθυπουργού κου Κυριάκου Μητσοτάκη στην πόλη της Αλεξάνδρειας
Επόμενο άρθροΒραβείο του Ευρωπαϊκού Σήματος Γλωσσών στο 8ο Δημοτικό Σχολείο Βέροιας