Εκείνο το βράδυ του 1968, 4 Απριλίου ήταν, είναι έντονα αποτυπωμένο στο μυαλό μου, όπως όλα τα σημαντικά πράγματα που μπαίνουν ως τσιπάκι στον εγκέφαλο των μικρών παιδιών.
Θυμάμαι που είχε μαζευτεί όλη ανδροπαρέα της οικογένειάς μου και της γειτονιάς στα σαλόνι του σπιτιού μου και άκουγαν από το ραδιόφωνο τη θρυλική φωνή του Βασίλη Γεωργίου να μεταδίδει τον τελικό του κυπελλούχων στο μπάσκετ, ανάμεσα στην ΑΕΚ και στη Σλάβια Πράγας.
Όχι, δεν είχαμε σχέση με τη Μικρά Ασία, δεν είχαμε σχέση με την ΑΕΚ. Μα ο πατέρας μου είχε μεταδώσει –πρώτα στην οικογένειά του- σε όλη τη γειτονιά την αγάπη του για το μπάσκετ.
Το πιο ευγενικό κι εγκεφαλικό άθλημα, έλεγε.
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, 80 χιλιάδες άνθρωποι κατέκλυσαν το Παναθηναϊκό Στάδιο να δουν τον τελικό και χιλιάδες άλλοι κάθισαν δίπλα στα ραδιόφωνα ν’ ακούνε όσα έκαναν στο στάδιο ο Αμερικάνος, ο Τρόντζος, ο Ζούπας, ο Λαρεντζάκης, ο Βασιλειάδης κι όλα τα άλλα παιδιά που φορούσαν τη φανέλα του δικέφαλου.
Όλοι «βλέπαμε» αυτή τη κίτρινη φανέλα ως …γαλάζια. Ως να παίζει η Ελλάδα.
Ακόμη κι οι χουντικοί επιχείρησαν να το εκμεταλλευθούν και να πουλήσουν προπαγάνδα. Όπως έκαναν και τρία χρόνια μετά με τον Παναθηναϊκό και το Γουέμπλεϊ.
Όσα συνέβησαν, λοιπόν, εκείνο το βράδυ του Απριλίου του 1968, αποφάσισα χθες βράδυ να πάω να τα δω, αφού ήταν η «πρώτη» της νέας ταινίας του Τάσου Μπουλμέτη στις κινηματογραφικές αίθουσες.
1968!
Μια χρονιά ορόσημο για τον ελληνικό αθλητισμό, μια χρονιά τραγωδία για τον τόπο με την χούντα, μια χρονιά που σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, την εισβολή των Σοβιετικών στην Πράγα, μα και τον γαλλικό Μάη.
Κι όλα αυτά, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, τα «ζωντανεύει» αριστοτεχνικά ο Μπουλμέτης στη νέα του ταινία.
Προσοχή: Δεν είναι αθλητικό ντοκιμαντέρ, δεν είναι αγιογραφία της ΑΕΚ.
Είναι μια υπέροχη ταινία με συναίσθημα, με έντονο χιούμορ, με νοσταλγία και μνήμες από την Ελλάδα του 1968… στο προποτζίδικο της γειτονιάς, στη μικρογραφία μιας κοινωνίας γεμάτης κρυμμένες (εξ αιτίας της χούντας) αντιθέσεις. Κι ένα νεαρό σερβιτόρο να αγωνιά για το αποτέλεσμα του παιγνιδιού που ίσως τον …καταδικάσει ν’ ανέβει στα σκαλιά της εκκλησίας ως γαμπρός! Και πολλά άλλα, που δεν έχει νόημα να τα αποκαλύπτω…
Προσωπικά εισέπνευσα πολλά αρώματα από το ύφος της «Πολίτικης κουζίνας», του ίδιου σκηνοθέτη. Κι εισέπραξα την δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη στη σύζευξη των λαϊκών πόθων, των ονείρων και της τρυφερότητας με την συλλογική προσπάθεια και την ίδια την ιστορία.
Αν σας δοθεί η δυνατότητα να πάτε να τη δείτε.
Να δείτε, εκτός όλων των άλλων και υπέροχες ερμηνείες από τους Αντώνη Καφετζόπουλο, Στέλιο Μάινα, Αντώνη Αντωνίου, Βασιλική Τρουφάκου, Ιεροκλή Μιχαηλίδη, Γιώργο Μητσικώστα, Ορφέα Αυγουστίδη, Γιάννη Βούρο, Δημήτρη Μαυρόπουλο κι άλλους ηθοποιούς.
Ν’ ακούσετε και τις υπέροχες μελωδίες της εξαιρετικής Ευανθίας Ρεμπούτσικα.
Στις οποίες μπλέκει μοναδικά το λαϊκό στοιχείο και τις «οσμές» της ελληνικής παράδοσης με τον συμφωνικό ήχο!
Συγκίνηση, αναπόληση, αισιοδοξία!
Ανάταση πνεύματος και ψυχής.